Η ρωμαιοκαθολική Βασιλική του Μαριατσέλ (γερμανικά: Basilika von Mariazell) είναι ο πιο σημαντικός τόπος λατρείας στην Αυστρία και ένας από τους σημαντικότερους στην Ευρώπη. Εντός της εκκλησίας βρίσκεται μια θαυματουργή εικόνα της Παρθένου Μαρίας, στην οποία είναι αφιερωμένη ο ναός.
Η περιοχή γύρω από από την πόλη Μαριατσέλ δόθηκε στη Μονή του Ζανκτ Λάμπρεχτ γύρω στο 1103 και οι μοναχοί φαίνεται να έχτισαν εκεί κελιά, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των κατοίκων της περιοχής. Θρύλοι θέλουν ως ιδρυτική ημερομηνία της πόλης την 21η Δεκεμβρίου 1157, ωστόσο η ύπαρξή της τεκμηριώνεται το 1243. Το 1266 θεωρείται ότι τοποθετήθηκε μια Αγία Τράπεζα, αφιερωμένη στην Παναγία.
Κατά το δέκατο τέταρτο αιώνα, υπήρχε στο Μαριατσέλ μια γοτθική εκκλησία με κωδωνοστάσιο ύψους 90 μέτρων και μία θολωτή πύλη. Το 1420 και το 1474 ο ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά. Το κτίριο αργότερα επανασχεδιάστηκε και επεκτάθηκε σε στυλ μπαρόκ από τον Ντομένικο Σκιάσια, την περίοδο 1644 έως 1683. Στα αριστερά και δεξιά του γοτθικού κωδωνοστασίου χτίστηκε από ένας μπαρόκ πύργος, ο κυρίως ναός επιμηκύνθηκε και επεκτάθηκε, ενώ ένας θόλος προστέθηκε στην ανατολική πλευρά. Η αγία τράπεζα, δημιουργημένη το 1704, σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Γιόχαν Μπέρνχαρντ Φίσερ φον Έρλαχ. Τα δώδεκα παρεκκλήσια, εντός του ναού, περιλαμβάνουν και αυτά από μία αγία τράπεζα το καθένα. Ο γλυπτός διάκοσμος που βρίσκεται πάνω από την κονσόλα του εκκλησιαστικού οργάνου είναι έργο του Βιεννέζου γλύπτη Γιόχαν Βάγκνερ. Μπροστά από την κύρια είσοδο βρίσκονται δύο αγάλματα δημιουργημένα από τον Μπάλταζαρ Μολ το 1757. Στα αριστερά είναι εκείνο του βασιλιά Λουδοβίκου Α΄ της Ουγγαρίας και στα δεξιά είναι αυτό του Βλαδισλάβου Ερρίκου, Δούκα της Βοημίας.
Προσκυνητές επισκέπτονται την περιοχή από τον 12ο αιώνα. Σύμφωνα με τεκμηριωμένα στοιχεία, μεγάλος αριθμός επισκεπτών έφθασε κατά το 1330, όταν ένα κοσμικό δικαστήριο επέβαλε ως τιμωρία την μετάβαση εκεί σε εγκληματίες. Στα επόμενα έτη αυξήθηκαν οι αριθμοί των προσκυνητών που προέρχονταν από γειτονικές περιοχές. Μετά την Αντιμεταρρύθμιση, οι Αψβούργοι έκαναν το Μαριατσέλ εθνικό ιερό τόπο. Εντούτοις, μεταξύ των ετών 1783-1787, ο Αυτοκράτορας Ιωσήφ Β΄ διάλυσε το μοναστήρι, και το 1787, απαγόρευσε εντελώς τα προσκυνήματα εκεί. Το 1907, εν όψει του εορτασμού της 750ης επετείου ιδρύσεως του ναού, ο Πάπας Πίος Ι΄ απέσυρε όλους τους περιορισμούς, κι έτσι σήμερα περίπου ένα εκατομμύριο προσκυνητές φθάνουν στο ναό κάθε χρόνο. Το Μάιο του 2004 πραγματοποιήθηκε στο Μαριατσέλ η εορτή «Ημέρα των Καθολικών» (Katholikentag) πραγματοποιήθηκε εκεί και το 2007 βρέθηκε εκεί ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄, εξαιτίας της 850ης επετείου ιδρύσεως του ναού.
Υπάρχουν τρεις βασικοί θρύλοι σχετικά με την ίδρυση του Μαριατσέλ και της ανάπτυξής του. Ο μύθος ίδρυσης της πόλης αναφέρει ότι το 1157 ο μοναχός Μάγκνους της Μονής Ζανκτ Λάμπρεχττου εστάλη στην περιοχή της τρέχουσας πόλης ως ιερέας. Όταν ο δρόμος του εμποδίστηκε από έναν βράχο, άφησε κάτω το αγαλματίδιο της Παρθένου Μαρίας που έφερε μαζί του, μέσω του οποίου ο βράχος έσπασε και άνοιξε το δρόμο του Μάγκνους. Σε μια κοντινή όχθη τοποθέτησε το αγαλματίδιο σε έναν κορμό δέντρου και έχτισε ένα κελί από το ξύλο, το οποίο χρησίμευσε και ως το παρεκκλήσι του.
Ο δεύτερος μύθος θέλει τον Μαρκήσιο Ερρίκο της Μοραβίας και τη σύζυγό του να θεραπεύτηκαν από ουρική αρθρίτιδα, μέσω της βοήθειας της Παναγίας του Μαριατσέλ. Έπειτα, αυτοί έχτισαν την πρώτη πέτρινη εκκλησία στη θέση του ξύλινου παρρεκλησιού.
Ο τρίτος μύθος αφηγείται μια νικηφόρα μάχη του Ούγγρου Βασιλιά Λουδοβίκου Α΄ εναντίον του αριθμητικά ανώτερου τουρκικού στρατού. Εκείνος για να ευχαριστήσει την Παναγία έχτισε τη γοτθική εκκλησία και την προίκισε με μια ξύλινη εικόνα, η οποία υπάρχει εκεί ακόμη και σήμερα.