Η Σύβαρις (νοελλ. Σύβαρη, Ιταλικά Sibari) ήταν αρχαία πόλη στην Μεγάλη Ελλάδα. Bρισκόταν στον κόλπο του Τάραντα μεταξύ των ποταμών Κράθις και Σύβαρη. Η πόλη ιδρύθηκε από Αχαιούς (από την Ελίκη) και Ίωνες (από την Τροιζήνα) (720 π.Χ.). Η εύφορη γη της περιοχής και το εκτεταμένο εμπόριο της πόλης με τις αποικίες της Μικράς Ασίας την κατέστησαν μια από τις πλουσιότερες και δυνατότερες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας. Οι κάτοικοι της πόλης έμειναν γνωστοί για τον ηδονισμό, τα πανηγύρια και τις υπερβολές τους σε τόσο μεγάλο βαθμό που η λέξη "Συβαριτισμός" έγινε συνώνυμο της πολυτέλειας και της εξωφρενικής απόλαυσης. Η πόλη υποτάχθηκε στον γειτονικό Κρότωνα (510 π.Χ.), οι Κροτωνιάτες πολιόρκησαν ξανά την Σύβαρις και την υπέταξαν για δεύτερη φορά (476 π.Χ.).
Οι προσπάθειες των Συβαριτών αργότερα να ανακαταλάβουν την πόλη απέτυχαν (452 π.Χ. και 446 π.Χ.), εκδιώχθηκαν οριστικά από τους Κροτωνιάτες. Οι Συβαρίτες κάλεσαν σε βοήθεια τις Συρακούσες μαζί με νέους εποίκους που είχαν έρθει από την Αθήνα και άλλες πόλεις της Πελοποννήσου (446 π.Χ.), σύντομα ήρθαν σε σύγκρουση μαζί τους και εκδιώχθηκαν οριστικά (445 π.Χ.). Η πόλη είδε σημαντικά πέντε περιόδους ξένης κατοχής τις οποίες ακολούθησε απέλαση, οι νέοι έποικοι από την Αθήνα ίδρυσαν στην θέση της την πόλη Θούριοι (444 π.Χ.), οι εναπομείναντες Συβαρίτες ίδρυσαν την Σύβαρις επί του Τράεις. Τα ερείπια της Σύβαρις και των Θουρίων τάφηκαν σταδιακά κάτω από τα ερείπια του ποταμού Κράθις, τα ανακάλυψε ο αρχαιολόγος Ντόναλντ Φ. Μπράουν (1908 - 2014) ύστερα από ανασκαφές την δεκαετία του 1960. Σήμερα βρίσκονται νοτιοδυτικά του Σύβαρι ένα προάστιο της πόλη Καζάνο αλλό Ιόνιο στην Ιταλική Επαρχία Κοζέντσα στην Καλαβρία.
Ο Στράβων και ο Διόδωρος Σικελιώτης γράφουν ότι η Σύβαρις βρισκόταν κοντά στην θάλασσα ανάμεσα στους ποταμούς Κράθις και Σύβαρις που είχε δώσει το όνομα του στην πόλη. Οι σύγχρονοι ερευνητές την ανακάλυψαν σε μία παραλιακή ακτογραμμή δίπλα από μία λιμνοθάλασσα, ο ποταμός Σύβαρις τροφοδοτεί σήμερα τον Κράθις σε απόσταση περίπου πέντε χιλιόμετρα από το στόμιο του, κάτω από την αρχαία πόλη. Όταν δημιουργήθηκε η σημερινή πόλη Σύβαρι ο ομώνυμος ποταμός άλλαξε πορεία προς τα βόρεια και χύνεται στον κόλπο του Τάραντα. Η πόλη βρίσκεται σε μία πεδιάδα που είναι πασίγνωστη για την γονιμότητα της. Ο Ψευδοσκύμνος καταγράφει την ημερομηνία που ιδρύθηκε η Σύβαρις το 720 π.Χ. Ο Στράβων γράφει ότι ιδρυτές της πόλης ήταν κάτοικοι από την Ελίκη, μία πανάρχαια πόλη στην Αχαΐα που καταποντίστηκε από σεισμό. Ο Αριστοτέλης έγραψε ότι ήρθαν μαζί τους έποικοι από την Τροιζήνα αλλά εκτοπίστηκαν σύντομα από τους πολυπληθέστερους Αχαιούς. Ένας τοπικός θρύλος αναφέρει ότι ιδρύθηκε από τον γιο του Αίαντα του Λοκρού.
Η προέλευση του ονόματος είναι άγνωστη, ο Στράβων έγραψε ότι προερχόταν από παραφθορά του "Σαγγάρ" ή "Σύβαρ", την υπόθεση περιπλέκουν η ύπαρξη των χαρακτήρων "Wiis" στα νομίσματα της Ποσειδωνίας. Αυτό επιβεβαιώνει τον Στράβων που δηλώνει ότι η Ποσειδωνία ήταν αποικία της Σύβαρις. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης περιγράφει ότι ήταν μια τεράστια και πλούσια πόλη χάρη στην γονιμότητα της γης και την ευκολία με την οποία δεχόταν μετανάστες. Τον 7ο και τον 6ο αιώνα ήταν η μεγαλύτερη πόλη στην Ιταλία με 300.000 κατοίκους. Ο αριθμός αυτός θεωρείται υπερβολικός αλλά δεν έπαυε να είναι κορυφαία πόλη της Μεγάλης Ελλάδας. Ο Έφορος τους κατεβάζει στους 100.000, ο αριθμός αυτός πιθανότατα είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα. Ο Στράβων γράφει ότι οι κάτοικοι στην κοιλάδα του ποταμού Κράθις βρίσκονταν σε μία έκταση με περίμετρο 9.7 χιλιόμετρα, κυβερνούσαν πέντε φυλές και 25 υποτελείς πόλεις. Η κατοικίσιμη έκταση υπολογίζεται περίπου σε 500 Eκτάρια. Η αποικία των Οινωτρίων Πανδοσία φαίνεται ότι βρισκόταν την ίδια εποχή υπό τον έλεγχο της Σύβαρις.
Το δεύτερο ήμισυ του 7ου αιώνα π.χ. οι Συβαρίτες κατέλαβαν ένα ιερό των Οινωτρίων που ανήκε στην Αθηνά. Η πράξη αυτή εορτάστηκε με μεγαλοπρεπή πανηγύρια σε έναν λόφο περίπου 15 χιλιόμετρα βορειοδυτικά από την πόλη. Η Σύβαρις επεκτάθηκε σημαντικά στην Τυρρηνική θάλασσα, ίδρυσε τις αποικίες Ποσειδωνία, Λάος (Καλαβρία) και Σκίδρος. Η Ποσειδωνία ιδρύθηκε γύρω στο 600 π.Χ. αλλά η εποχή που ιδρύθηκαν οι άλλες δύο πόλεις είναι άγνωστη. Οι περιγραφές για τον πλούτο και την πολυτέλεια των κατοίκων της Σύβαρις περιγράφονται με αφθονία στην αρχαία λογοτεχνία, ο Ηρόδοτος γράφει ότι ένας πολίτης ο Σμινδυρίδης τους ξεπερνούσε πολύ όλους σε πλούτο και πολυτέλεια. Ο Διόδωρος τον περιγράφει σαν τον πλουσιότερο υποψήφιο μνηστήρα για την κόρη του Κλεισθένη της Σικυώνας. Εξέπλευσε από την Σύβαρις για την Σικυώνα με ένα πλοίο με 50 κουπιά, ξεπέρασε σε πολυτέλεια τον Κλεισθένη. Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης αναφέρει ότι το πλήρωμα του ήταν δούλοι, αλιείς, κυνηγοί και μάγειροι. Η πληροφορία πιθανότατα είναι εσφαλμένη επειδή ο Ηρόδοτος δεν καταγράφει παρόμοιο αριθμό.
Ο Κλαύδιος Αιλιανός γράφει ότι ο Σμινδυρίδης δεν μπορούσε να κοιμηθεί σε ένα κρεβάτι με ροδοπέταλα επειδή έβγαζε στο σώμα του φουσκάλες. Άλλος πασίγνωστος Συβαρίτης ήταν ο Αλκιμένης για τον οποίο κάποιος Ψευδοαριστοτέλης γράφει ότι έκανε δώρο έναν πολυτελή μανδύα στον ναό της Ήρας στο Λακίνιο Άκρο. Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης διαστρευλώνει εδώ την πληροφορία και την αποδίδει στον πραγματικό Αριστοτέλη. Ο ιστορικός Ιουστίνος γράφει ότι η Σύβαρις προχώρησε σε συμμαχίες με άλλες Αχαικές αποικίες όπως το Μεταπόντιο και ο Κρότωνας απέναντι στην Ιωνική αποικία Σύρις. Η Σύρις κατακτήθηκε στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Το 2ο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. άρχισε να κόβει τα δικά της νομίσματα, τα αρχαιότερα χρονολογούνται το 530 π.Χ. Τα νομίσματα αυτά χρησιμοποιούσαν τα Αχαικά μέτρα και σταθμά όπως οι άλλες Αχαϊκές αποικίες Μεταπόντιο, Κρότωνας και Καυλωνία.
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης γράφει ότι η ολιγαρχική κυβέρνηση ανατράπηκε από έναν άντρα τον Τέλη που ανακηρύχτηκε τύραννος, έστειλε εξορία και έκανε κατάσχεση της περιουσίας στους 500 πλουσιότερους κατοίκους της πόλης. Οι εξόριστοι δραπέτευσαν στον Κρότωνα, ο Τέλης ζήτησε από την πόλη του Κρότωνα να του δώσει πίσω τους καταζητούμενους δραπέτες με την απειλή πολέμου, οι Κροτωνιάτες συνήθιζαν να παραδίδουν τους δραπέτες αλλά ο Πυθαγόρας τους έπεισε να αλλάξουν γνώμη. Ο στρατός του Τέλη με 300.000 άντρες βάδισε εναντίον του στρατού των Κροτωνιατών που είχε 100.000 άντρες. Οι Κροτωνιάτες αν και ήταν αριθμητικά πολύ λιγότεροι συνέτριψαν τους Συβαρίτες, η συντριπτική πλειοψηφία των αντρών σκοτώθηκε στην μάχη, ο Στράβων γράφει ότι μεσολάβησαν δύο μήνες ή εννιά μέρες από την μάχη μέχρι την λεηλασία. Ο Τέλης πιθανότατα την περίοδο αυτή εκτελέστηκε από τους Συβαρίτες μαζί με τους οπαδούς του.
Ο ιστορικός Γουόλτερ Μπάρκερτ (1931 - 2015) αμφισβητεί έντονα τον Διόδωρο Σικελιώτη με τον ισχυρισμό ότι θα ήταν αδύνατο να τους στείλει εξορία και στην συνέχεια να ζητήσει την επιστροφή τους, είναι σενάριο που μοιάζει με μυθιστορηματική τραγωδία. Η έκδοση του Ηρόδοτου είναι πιο σύντομη, δεν κατονομάζει καθόλου τον Πυθαγόρα και γράφει ότι οι Κροτωνιάτες πήραν βοήθεια από τον Δωριέα τον Λακεδαιμόνιο. Ο Στράβων γράφει ότι οι Κροτωνιάτες στην συνέχεια έκαναν εκτροπή του ποταμού Κράθις για να βυθίσουν την Σύβαρις. Ο ισχυρισμός είναι επίσης άκυρος για τον Μπάρκερτ επειδή ο Κράθις μεταφέρει χοντρή άμμο και κοχύλια, τα στοιχεία αυτά δεν βρέθηκαν στην ανασκαφή της πόλης. Η ταφή της Σύβαρις έγινε πιθανότατα από φυσικά αίτια χάρη στην υπερχείλιση του ποταμού. Μετά την καταστροφή της πόλης οι εναπομείναντες κάτοικοι δραπέτευσαν στις αποικίες τους Λάος και Σκίδρο. Πολλοί ισχυρίζονται ότι πήγαν στην Ποσειδωνία επειδή τα νομίσματα της πόλης κόπηκαν από τότε στα Αχαικά πρότυπα της Σύβαρις. Ο Γκράχαμ ισχυρίζεται ωστόσο ότι ο αριθμός των προσφύγων ήταν πολύ μεγάλος για να πάνε στην Ποσειδωνία και να ιδρύσουν μια μορφή Συμπολιτείας.
Η Σύβαρις στην πραγματικότητα δεν καταστράφηκε ολοσχερώς όπως περιγράφουν ο Διόδωρος και ο Στράβων, το πιθανότερο έγινε "Υποτελής" των Κροτωνιατών, αυτό φαίνεται στα νομίσματα του Κρότωνα που παρουσιάζουν στην μία πλευρά τον τρίποδα του Κρότωνα και στην άλλη τον ταύρο της Σύβαρις. Ο Αριστόξενος ο Ταραντίνος ισχυρίζεται επίσης ότι οι Πυθαγόριοι του Κρότωνα μετά την υποταγή της πόλης δραπέτευσαν στην Σύβαρις. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης γράφει ότι οι Κροτωνιάτες πολιόρκησαν ξανά την Σύβαρις (476 π.Χ.), οι Συβαριώτες ζήτησαν βοήθεια από τον Ιέρων Α΄ των Συρακουσών. Ο Ιέρων Α΄ έστειλε τον αδελφό του Πολύζελο με την ελπίδα να βρει τον θάνατο από τους Κροτωνιάτες, ο Πολύζελος το κατάλαβε, αρνήθηκε και δραπέτευσε στον Θήρωνα του Ακράγαντα. Ο Ηρόδοτος δεν κάνει περισσότερες αναφορές για τα σχέδια του Ιέρων Α΄ υπονοώντας ότι ηττήθηκαν για άλλη μιά φορά από τους Κροτωνίατες. Ο Τίμαιος ο Ταυρομενίτης σε δύο Σχόλια γράφει αντίθετα ότι ο Πολύζελος βοήθησε επιτυχώς τους Συβαρίτες, δραπέτευσε αργότερα στο Αγκριτζέντο όταν κατηγορήθηκε ότι σχεδιάζει επανάσταση.
Ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα της πολιορκίας του 476 π.Χ. οι Συβαρίτες εγκατέλειψαν αργότερα σίγουρα την πόλη τους (452 π.Χ.), την ίδια χρονιά σύμφωνα με τον Διόδωρο επέστρεψαν στην αρχική τους πόλη υπό την ηγεσία ενός Θεσσαλού. Την ίδια εποχή φαίνεται ότι είχαν στενές σχέσεις με την Ποσειδωνία αφού τα νομίσματα τους είχαν μεγάλη ομοιότητα, σε μια συνθήκη με έναν άγνωστο λαό τους Σαρδαίους εγγυητής ήταν η Ποσειδωνία. Οι Συβαρίτες φαίνεται ότι εκδιώχθηκαν οριστικά από την πόλη τους από τους Κροτωνιάτες (445 π.Χ.). Ο Διόδωρος γράφει ότι οι Συβαρίτες ζήτησαν στην συνέχεια βοήθεια από την Αρχαία Αθήνα και την Αρχαία Σπάρτη, μαζί με άλλες πόλεις της Πελοποννήσου, οι νέοι έποικοι ίδρυσαν μία πόλη με το όνομα Θούριοι πολύ κοντά στην Σύβαρις. Οι Συβαριώτες και οι νέοι έποικοι των Θουρίων την ίδια χρονιά ήρθαν μεταξύ τους σε σύγκρουση. Οι Θουριώτες πολύ ισχυροί και περισσότεροι σε αριθμό τους θανάτωσαν σχεδόν όλους, οι ελάχιστοι Συβαριώτες που επέζησαν ίδρυσαν την Σύβαρις στον Τραείς (444 π.Χ.).
Το αίτημα των Συβαριωτών για βοήθεια πραγματοποιήθηκε σίγουρα όταν έκλεισαν οι Τριακονταετείς Σπονδές (445 π.Χ.), όσο διαρκούσε ο Πρώτος Πελοποννησιακός Πόλεμος δεν είχε κανένα νόημα να ζητήσουν βοήθεια τόσο από την Σπάρτη όσο και από την Αθήνα. Ο Διόδωρος αναγνωρίζει ότι οι Αθηναίοι και οι υπόλοιποι άποικοι προχώρησαν σε μία μόνο αποστολή με την ίδρυση των Θουρίων, ο Στράβων αντίθετα λέει ότι έζησαν στην Σύβαρις μέχρι την εξόντωση των παλιών κατοίκων, μετά ιδρύθηκαν οι Θούριοι. Οι σύγχρονοι ερευνητές συμφωνούν περισσότερο με τον Στράβωνα και πραγματικά έχουν ερευνηθεί δυο Αθηναϊκές αποστολές. Η πρώτη έγινε προκειμένου να ενισχυθούν οι Συβαρίτες (446 π.Χ.), μετά την σύγκρουση τους με τους Συβαρίτες ακολούθησε η καταστροφή της πόλης (445 π.Χ.) και η ίδρυση των Θουρίων (444 π.Χ.). Η πόλη απέκτησε μία νέα μορφή δημοκρατικού πολιτεύματος, οι κάτοικοι διαιρέθηκαν σε δέκα φυλές χωρίς τους Συβαρίτες.
Οι περισσότεροι συγγραφείς με εξαίρεση τον Ηρόδοτο καταδίκασαν τον χαρακτήρα των Σιβαριτών, ο Κλαύδιος Αιλιανός, ο Στράβων και ο Αθηναίος ο Ναυκρατίτης γράφουν ότι η καταστροφή της πόλης ήταν θεία τιμωρία για την αλαζονεία, τον εγωισμό και την πολυτέλεια που ζούσαν. Ο Αθηναίος ο Ναυκρασίτης ιδιαίτερα ήταν η μεγαλύτερη πηγή ανεκδότων, σύμφωνα με αυτόν οι Συβαρίτες ανακάλυψαν το δοχείο τουαλέτας και οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν τα πνευματικά δικαιώματα ιδιαίτερα οι μάγειροι για τα πιάτα. Οι μετακινήσεις τους γινόντουσαν με άμαξες αλλά ήταν τόσο αργές που συνήθως ένα σύντομο ταξίδι μίας ημέρας ολοκληρωνόταν σε τρείς. Οι υπαίθριες διαδρομές γινόντουσαν με τα κανάλια με τα οποία μετέφεραν το κρασί από τους αμπελώνες κοντά στην θάλασσα. Ο κωμικός Μεταγένης τους θαυμάζει έντονα σε μια παράθεση για τα ποτάμια από τρόφιμα που κυκλοφορούσαν μέσα στην πόλη. Ο Αθηναίος γράφει μία μεγάλη σειρά από παραδείγματα για να τονίσει τον εγωισμό και την ανηθικότητα των Συβαριτών, έστειλαν απεσταλμένους στην Πυθία που πρόβλεψε ότι θα καταστραφούν σε πόλεμο επειδή έβαζαν τον εαυτό τους πάνω από τους θεούς.
Ο Αθηναίος χρησιμοποιεί αποσπάσματα συγγραφέων όπως ο Φύλαρχος που είχε γράψει ότι ο Συβαρίτες προκάλεσαν την οργή της θεάς Ήρας όταν θανάτωσαν 30 απεσταλμένους του από τον Κρότωνα και τους άφησαν άταφους. Ο Ηρακλείδης ο Ποντικός είχε γράψει ότι θανάτωσαν οπαδούς του Τέλη μέσα στο ιερό των θεών, τα αποσπάσματα χρησιμοποιεί και ο Αθηναίος. Ο Ηρακλείδης έγραψε επιπλέον ότι οι Συβαριώτες ήθελαν να καταργηθούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες και να αντικατασταθούν με δικά τους παιχνίδια και με περισσότερα δώρα. Το εκπληκτικότερο ανέκδοτο σύμφωνα με τον Αθηναίο είναι ότι οι Συβαρίτες οδηγούσαν τα άλογα τους διασκεδάζοντας ταυτόχρονα με μουσική παίζοντας φλάουτο, το ίδιο έκαναν όταν αντιμετώπιζαν τους Κροτωνιάτες. Ο Αθηναίος χρεώνει τις μεγάλες ήττες του στην "αλαζονεία και την πολυτέλεια της ζωής τους". Ο Κλαύδιος Αιλιανός επίσης χρεώνει την ήττα στην πολυτέλεια, την αλαζονεία τους και στον φόνο ενός μουσικού στο ιερό της Ήρας.
Η Βανέσα Γκόρμαν αγνοεί τις αναφορές του Αθηναίου δηλώνοντας ότι η θεία τιμωρία ήταν συνηθισμένο γεγονός στις φανταστικές ιστορίες της εποχής. Η Βανέσα και ο Ρομπέρ Γκόρμαν τονίζουν ότι πρόκειται για προσωπικές εφευρέσεις του Αθηναίου χωρίς να έχουν καμιά σχέση με τους παλιότερους ιστορικούς από τους οποίους πήρε αποσπάσματα. Η "πολυτέλεια" ήταν κάτι το συνηθισμένο στην Ρώμη τον 2ο αιώνα π.Χ. και δεν μπορούσε να θεωρηθεί σαν αμαρτία. Ο Πίτερ Γκριν τονίζει με την σειρά του ότι οι ιστορίες εφευρέθηκαν από τους ηθικολόγους της εποχής, αναγνωρίζει ωστόσο ότι ο πλούτος της προκάλεσε την ζήλεια των κατοίκων του Κρότωνα που την κατέστρεψαν. Η σχέση των Συβαριτών με τον τεράστιο πλούτο έχει μεταφερθεί και στην Αγγλική λέξη, η Αγγλική λέξη "Σύβαρι" είναι ένα ουσιαστικό που τονίζει τον υπερβολικό πλούτο. Ο Σάμιουελ Τζόνσον στο Λεξικό της Αγγλικής Γλώσσας μεταφέρει το ανέκδοτο του Αιλιανού σχετικά με το πρόβλημα που είχε ο Σμινδυρίδης για να κοιμηθεί στο κρεβάτι με τα ροδοπέταλα. Οι παλιότερες ανασκαφές στις αρχές του 19ου αιώνα δεν μπόρεσαν να ανακαλύψουν τίποτα το σημαντικό, η πόλη είχε ταφεί κάτω από τα ιζήματα του ποταμού Κράθις, η θέση βρέθηκε μόνο μετά από μια αποφασισμένη αποστολή στην δεκαετία του 1960. Η αρχαία πόλη βρισκόταν περίπου 2.5 χιλιόμετρα δυτικά από τον κόλπο του Τάραντα, οι συνθήκες ανασκαφής ήταν πολύ δύσκολες λόγω των υπόγειων υδάτων, οι Θούριοι κτίστηκαν τμηματικά πάνω από την Σύβαρις. Στην περιοχή κτίστηκε ένα αρχαιολογικό μουσείο που στεγάζει πολλά ευρήματα. Σήμερα είναι μια μικρή πόλη 5.000 περίπου κατοίκων.