Η Στρατονίκεια ήταν αρχαία πόλη της Καρίας στην Μικρά Ασία, στα νοτιοανατολικά της Μύλασας και στα νότια του ποταμού Μαρσύα, παραπόταμο του Μαιάνδρου. Ιδρύθηκε κατά την ελληνιστική περίοδο από τους Σελευκίδες, ενώ η παλαιότερη Καριακή πόλη που υπήρχε στην περιοχή ονομαζόταν Χρυσαωρίς και ήταν η έδρα του Χρυσαορικού συστήματος. Στην σημερινή περιοχή βρίσκεται το χωριό του Εσκιχισάρ της επαρχίας Μούγλων της Τουρκίας.
Στην τοποθεσία υπήρχε Καριακός ή Λυδικός οικισμός, ο οποίος ονομάζονταν Χρυσαωρίς, και ήταν επίσης γνωστός και ως Ιδριάς ή Εδριείς. Αργότερα καταλήφθηκε από τους Αχαιμενίδες Πέρσες, και μετέπειτα πέρασε στην Αθηναϊκή επιρροή με την καταβολή αντιτίμου 6 ταλάντων Δηλιακή συμμαχία, ενώ αποτέλεσε και μέλος της Χρυσαώριας συμμαχίας των πόλεων της περιοχής.
Σύμφωνα με τον Στράβωνα, η πόλη επανιδρύθηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. από τον βασιλιά Αντίοχο Α´ Σωτήρ των Σελευκιδών, ο οποίος την αφιέρωσε στην σύζυγο του την Στρατονίκη της Συρίας. Υπάρχουν και εναλλακτικές απόψεις ιστορικών οι οποίοι υποστηρίζουν πως η πόλη ιδρύθηκε από τον Αντίοχο Β´ Θεό, ή και ακόμα αργότερα από τον Αντίοχο Γ´ τον Μέγα.
Η πόλη ευημέρησε και αναπτύχθηκε υπό την διοίκηση των Σελευκιδών, και διέθετε εντυπωσιακά κτήρια και κατασκευές, όπως αγορά, γυμνάσιο, θέατρο, καθώς και νεκρόπολη. Για κάποια περίοδο κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. κατακτήθηκε από τους Πτολεμαίους, και αργότερα η κυριαρχία της πέρασε στην Ρόδο, η οποία έχασε την πόλη στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. κατά τον πόλεμο με τον Φίλιππο Ε´ της Μακεδονίας, αλλά την ανέκτησε σύντομα έπειτα και την διατήρησε έως το 167 π.Χ. μετά από την συμμαχία της με τους Ρωμαίους, στους οποίους σύντομα έπειτα πέρασε η κυριότητα της πόλης.
Το 130 π.Χ. ο Ευμένης Γ´ επιχείρησε να καταλάβει και να αυτονομήσει την πόλη από τους Ρωμαίους, ωστόσο η απόπειρα απέτυχε.Το 88 π.Χ. ο Μιθριδάτης ΣΤ´ του Πόντου απέκτησε την περιοχή και τοποθέτησε φρουρά στην πόλη, ενώ παντρεύτηκε και μια κάτοικο της πόλης. Το 40 π.Χ. η πόλη πολιορκήθηκε από τους Πάρθες ωστόσο δεν έπεσε, κάτι που αύξησε την υπόληψη της στον αυτοκράτορα Αύγουστο και την Ρωμαϊκή γερουσία. Αργότερα ο αυτοκράτορας Αδριανός άλλαξε το όνομα της πόλης σε Αδριανούπολη.
Η πόλη εξέδιδε τα δικά της νομίσματα έως την εποχή του αυτοκράτορα Γαλιηνού (253–268 μ.Χ.).
Κατά την Καθολική εγκυκλοπαίδεια υπάρχουν 3 γνωστοί χριστιανοί επίσκοποι από την πόλη αυτή, ο Εύπειθος ο οποίος μετείχε στην σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451, ο Θεόπεμπτος στην σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 692, και ο Γρηγόριος στην σύνοδο της Νίκαιας το 787. Η πόλη εξακολουθεί να περιλαμβάνεται στις ανενεργές επισκοπικές έδρες της καθολικής εκκλησίας, και παράλληλα βρίσκεται στην θρησκευτική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολεως.
Κατά τα γραπτά του Κικέρωνα ο Μένιππος ήταν διάσημος ρήτορας της εποχής με καταγωγή από την πόλη.
Άλλοι διάσημοι κάτοικοι ήταν ο γραμματικός Δράκων (170-90 π.Χ.), ο μαθηματικός Μητρόδωρος (2ος αιώνας π.Χ.), και ο ολυμπιονίκης Αριστέας (1ος αιώνας μ.Χ.).
Η αρχαιολογική περιοχή άρχισε να μελετάται για πρώτη φορά τον 18ο αιώνα. Στην περιοχή υπάρχει το χωριό του Εσκιχισάρ, στο οποίο υπάρχει μουσείο με αρχαιολογικά ευρήματα, κυρίως από την ρωμαϊκή εποχή. Εξαίρεση αποτελεί ένα μυκηναϊκό κύπελο το οποίο βρέθηκε στην περιοχή και χρονολογείται από τον 12ο-11ο αιώνα π.Χ., ενώ το 2015 ανακαλύφθηκαν εγκαταστάσεις μαρμάρινων δημοσίων αποχωρητηρίων.
Η περιοχή είναι επιβαρυμένη περιβαλλοντολογικά από την παρουσία λιγνιτωρυχείου.