Το παλάτι του Πορφυρογέννητου (τὸ Παλάτιον τοῦ Πορφυρογεννήτου), γνωστό στα Τουρκικά ως «Tekfur Sarayı» , είναι ένα βυζαντινό παλάτι του ύστερου 13ου αιώνα στη βορειοδυτική πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Αποτελεί τμήμα του ανακτόρου των Βλαχερνών και είναι το καλύτερα διατηρημένο βυζαντινό παλάτι της Πόλης μαζί με τα ερείπια του παλατιού του Βουκολέοντα και τα ερείπια του Μεγάλου Παλατιού. Αποτελεί ένα από τα σχετικά λίγα παραδείγματα σωζόμενης κοσμικής βυζαντινής αρχιτεκτονικής παγκοσμίως.
Το παλάτι κατασκευάστηκε στα τέλη του 13ου ή στις αρχές του 14ου αιώνα ως μέρος του συγκροτήματος του ανακτόρου των Βλαχερνών, στο σημείο όπου τα Θεοδοσιανά Τείχη ενώνονται με τους μεταγενέστερους τοίχους του προαστίου των Βλαχερνών. Παρόλο που το ανάκτορο δίνει την εντύπωση να πήρε το όνομά του από τον αυτοκράτορα του 10ου αιώνα, Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο χτίστηκε πολύ μετά τη βασιλεία το και στην πραγματικότητα ονομάστηκε προς τιμήν του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, γιου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου. «Πορφυρογέννητος» σημαίνει κυριολεκτικά «γεννημένος στην Πορφύρα», υποδεικνύει έναν διάδοχο γιο βασιλεύοντα αυτοκράτορα. Το παλάτι χρησίμευε ως αυτοκρατορική κατοικία κατά τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το παλάτι υπέστη εκτεταμένες ζημιές κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης το 1453, λόγω της εγγύτητάς του προς τα εξωτερικά τείχη. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για διάφορους σκοπούς. Κατά τον 16ο και 17ο αιώνα στεγάζεται εκεί μέρος του θηριοτροφείου του Σουλτάνου. Τα ζώα μεταφέρθηκα αλλού κατά τα τέλη του 17ου αιώνα οπότε το κτίριο μετατράπηκε σε οίκο ανοχής. Από το 1719 ιδρύθηκε εκεί το εργαστήριο αγγειοπλαστικής «Tekfur Sarayı» και άρχισε να παράγει κεραμικά πλακάκια σε στυλ παρόμοιο με εκείνο της κεραμικής İznik, αλλά επηρεασμένο από ευρωπαϊκά σχέδια και χρώματα. Το εργαστήριο είχε πέντε κλιβάνους και επίσης παρήγαγε αγγεία και πιάτα. Πέρασε περίπου ένας αιώνας πριν η επιχείρηση κλείσει και από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, το κτίριο έγινε φτωχοκομείο για Εβραίους της Πόλης. Στις αρχές του 20ού αιώνα, χρησιμοποιήθηκε για λίγο ως εργοστάσιο μπουκαλιών, πριν εγκαταλειφθεί. Ως αποτέλεσμα, μόνο η περίτεχνη εξωτερική πρόσοψη από τούβλα και πέτρα σώζεται σήμερα ως ένα από τα ελάχιστα διασωθέντα παραδείγματα της κοσμικής Βυζαντινής Αρχιτεκτονικής. Από τον Ιούλιο του 2010, το παλάτι υφίσταται εκτεταμένη αποκατάσταση και παραμένει κλειστό για το κοινό. Από τον Μάρτιο του 2015, το κτίριο αποκτά οροφή και γυάλινα παράθυρα.
Το Παλάτι ήταν ένα μεγάλο τριώροφο κτίριο που βρισκόταν ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική οχύρωση της βόρειας γωνίας των Θεοδοσιανών Τειχών. Το ισόγειο είναι μια στοά με τέσσερις αψίδες που οδηγούν σε μια αυλή, στην οποία βλέπουν πέντε μεγάλα παράθυρα του πρώτου ορόφου. Ο τελευταίος όροφος του κτίσματος προβάλλει πάνω από τα τείχη και έχει παράθυρα και στις τέσσερις πλευρές. Στα ανατολικά σώζεται το υπόλοιπο ενός μπαλκονιού. Η στέγη και όλοι οι όροφοι της κατασκευής έχουν εξαφανιστεί. Οι υπόλοιποι τοίχοι είναι περίτεχνα διακοσμημένοι με γεωμετρικά σχέδια από κόκκινο τούβλο και λευκό μάρμαρο, χαρακτηριστικά της ύστερης βυζαντινής περιόδου.