Το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού (ή λανθασμένα Ηρώδειο), είναι αρχαίο (ρωμαϊκής περιόδου) ωδείο που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλαγιά της Ακρόπολης, στην Αθήνα.
Χτίστηκε με ταχύτατο ρυθμό με δαπάνες του Ηρώδη του Αττικού κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ., προς τιμήν της συζύγου του Ασπασίας Αννίας Ρηγίλλης η οποία πέθανε το 160 (μ.Χ.). Ο προορισμός του οικοδομήματος ήταν κατά κύριο λόγο οι μουσικές εκδηλώσεις και για το λόγο αυτό ονομάστηκε Ωδείο. Η ανάγκη της ανέγερσής του προέκυψε μετά τη κατάρρευση του Ωδείου που είχε κτιστεί στο κέντρο της αρχαίας αγοράς της Αθήνας από τον στρατηγό του Αυγούστου, τον Αγρίππα περί το 15 π.Χ., και εκείνο σε αντικατάσταση του ακόμα παλαιότερου Ωδείου του Περικλή που είχε πυρπολήσει ο Σύλλας το 85 π.Χ..
Ο χώρος που προοριζόταν για το κοινό, είχε 32 σειρές μαρμάρινες κερκίδες και η χωρητικότητά του ήταν 5.000 περίπου θεατών. Όπως και στα θέατρα της ρωμαϊκής εποχής, η ορχήστρα είχε ημικυκλικό σχήμα. Το σκηνικό οικοδόμημα βρισκόταν υπερυψωμένο στο βάθος της σκηνής και είχε τρεις ορόφους, δύο εκ των οποίων διατηρούνται μέχρι σήμερα σε ύψος 28 μέτρων. Το ωδείο ήταν στεγασμένο με ξύλινη οροφή.
Από τις διάφορες ενδείξεις προκύπτει ότι το εν λόγω Ωδείο λειτούργησε μόνο 105 χρόνια δεδομένου ότι τον 3ο αιώνα δηλαδή το 267 πολλά οικοδομήματα της Αθήνας όπως και αυτό καταστράφηκαν από τους Έρουλους επιδρομείς. Επίσης κατά το αυτό διάστημα από τα διάφορα ευρήματα των ανασκαφών, όπως κρανία ανθρώπων και ταύρων πιθανολογείται ότι ο χώρος χρησιμοποιήθηκε και για μονομαχίες και ταυρομαχίες. Φαίνεται όμως πως και οι τοίχοι του οικοδομήματος χρησιμοποιήθηκαν (αργότερα) ως οχυρωματικό έργο, εντασσόμενο στο τείχος που περιέβαλε τη βάση του λόφου της Ακρόπολης. Εκτός από τα ερείπια οικίσκων που βρέθηκαν μέσα στο Ωδείο βρέθηκαν και ερείπια μικρής εκκλησίας. Στο μέσον της σκηνής και ακριβώς αντίκρυ της λεγόμενης "Βασιλείου Πύλης" ανακαλύφθηκε υπόγειο που εκτείνεται σε όλο το μήκος της έκτασης της σκηνής.
Οι επιχώσεις που επήλθαν στους επόμενους αιώνες σχεδόν το εξαφάνισαν, με μόνο ορατό σημείο τον ψηλό τοίχο της σκηνής, με την όλη κατασκευή να μοιάζει περισσότερο με γέφυρα. Κατά τους Μεσαιωνικούς χρόνους όποιος επισκέπτονταν τα ερείπια του Ωδείου δεν ήταν σε θέση ν΄ αναγνωρίσουν ποιό κτίριο ήταν αυτό. Έτσι άλλοι το περιγράφουν σαν ανάκτορα του Λεωνίδα και του Μιλτιάδη, άλλοι ως "Δασκαλείο του Αριστοτέλη", ενώ το 1575 ο Ναυπλιώτης λόγιος Θεοδόσιος Ζυγομαλάς το θεωρούσε ως την "Ακαδημία του Αριστοτέλη". Ο πρώτος που υποστήριξε πως επρόκειτο για το Ωδείο τού Ηρώδη του Αττικού ήταν ο Άγγλος αρχαιολόγος Ριχάρδος Τσάντλερ το 1764 όπου ο εσωτερικός του χώρος ήταν σπαρμένος με κριθάρι. Σημειώνεται πως από τα τόξα του Ωδείου κατάφερε ο φιλέλληνας Γάλλος στρατηγός Φαβιέρος να εισέλθει στην Ακρόπολη, τον Δεκέμβριο του 1826 όταν την πολιορκούσαν οι Τούρκοι, προκειμένου να βοηθήσει τους πολιορκημένους Έλληνες.
Η πρώτη δοκιμαστική ανασκαφή έγινε το 1848 παρουσία του Βασιλέα Όθωνα από τους Κ. Πιττάκη και Α. Ραγκαβή. Η δε εκκένωση του Ωδείου από τις επιχώσεις που είχαν συσσωρευτεί στα ερείπια της στέγης, και που έφθαναν τα 15 μ. ύψος, ξεκίνησαν από τον Πιττάκη το 1857. Τελικά η σοβαρή αναστήλωση άρχισε τμηματικά μετά τον Β' Π.Π. στη δεκαετία του 1950 επί Βασιλέως Παύλου με σχέδια της Διεύθυνσης του Υπουργείου Παιδείας που κατά κύριο μέρος είχε συντάξει ο καθηγητής και ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος αμέσως μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία με βοηθό του τον τότε επιθεωρητή αναστηλώσεων Ευστάθιο Στίκκα.
Με την σταδιακή και τμηματική αναστήλωση κατέστη δυνατόν ν΄ αποκαλυφθεί όλο το αρχαίο αυτό οικοδόμημα και να βρει τον άλλοτε προορισμό του. Οι θέσεις των θεατών επενδύθηκαν με πεντελικό μάρμαρο και η ορχήστρα με πλάκες από μάρμαρο Υμηττού. Από τα τέλη της ίδιας δεκαετίας το ωδείο χρησιμοποιείται, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες, για πολιτιστικές εκδηλώσεις και από τότε πλειάδα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών έχει εμφανιστεί στο χώρο αυτό, για πολλές μορφές τέχνης.