Το Μαυσωλείο του Αυγούστου είναι μεγάλος τάφος που έχτισε ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Αύγουστος το 28 π.Χ. στο Πεδίον του Άρεως της Ρώμης, στην Ιταλία. Το μαυσωλείο βρίσκεται σήμερα στην πλατεία Piazza Augusto Imperatore και είναι κλειστό στους τουρίστες. Το πέρασμα του χρόνου και η αμέλεια έχουν απογυμνώσει τα ερείπια σε μεγάλο βαθμό. Παρ’ όλα αυτά, το κτίσμα παραμένει εντυπωσιακό ορόσημο εντός του Πεδίου του Άρεως.
Το Μαυσωλείο ήταν ένα από τα πρώτα έργα που ξεκίνησε ο Αύγουστος
μετά τη νίκη του στη Ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ. Ήταν κυκλικό,
αποτελούμενο από διαδοχικούς ομόκεντρους κύκλους αίθριου και
τούβλων, έχοντας φυτεμένα κυπαρίσσια και πιθανότατα με κωνική οροφή
και κάποιο άγαλμα του Αυγούστου (δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι,
καθώς η αναπαράστασή του είναι ακόμα αδύνατη). Το κτήριο στηριζόταν
από θόλους, που στο κάτω μέρος τους, άφηναν ελεύθερη την είσοδο
προς τους τάφους. Η κεντρική είσοδος στηριζόταν από δύο δίδυμους
οβελίσκους από γρανίτη και χρώματος ροζ οι οποίοι υπάρχουν μέχρι
σήμερα. Ο ένας είναι στην Piazza dell’Esquilino (βορειοδυτικά της
βασιλικής της Σάντα Μαρία Ματζιόρε) και ο άλλος στο συντριβάνι του
Quirinale. Το συνολικό μέγεθος του μνημείου ήταν διαμέτρου 90μ και
ύψους 42μ.
΄Ενας διάδρομος οδηγούσε από την είσοδο στο κέντρο του
μαυσωλείου. Εκεί υπήρχε μια αίθουσα με τρεις κόγχες που κρατούσαν
τις χρυσές λάρνακες με τις στάχτες της αυτοκρατορικής οικογένειας.
Πριν τον Αύγουστο, στο μαυσωλείο θάφτηκε πρώτος ο Μάρκος Κλαύδιος
Μαρκέλλος το 23 π.Χ., ο Μάρκος Αγρίππας το 12 π.Χ., ο Νέρων
Κλαύδιος Δρούσος το 9 π.Χ., η Οκτάβια η Νεότερη (αδερφή του
Αυγούστου) το 9 ή 11 π.Χ. και οι εγγονοί και κληρονόμοι του
Αυγούστου Γάιος Καίσαρας και Λούκιος Καίσαρας. Μετά το θάνατο του
Αυγούστου στο μαυσωλείο εισήχθησαν οι στάχτες της γυναίκας του
Λιβίας, του Γερμανικού, της Αγριππίνας της Πρεσβύτερης, της Ιουλίας
Λιβίλλας (κόρης της τελευταίας), των δύο γιων του Γερμανικού Νέρωνα
και Δρούσου Καίσαρα, του Καλιγούλα, του Τιβέριου, του Δρούσου
Ιούλιου Καίσαρα (γιου του Τιβέριου), του Νέρωνα Κλαύδιου Δρούσου
και της Αντωνίας της Νεότερης (γονείς του Κλαύδιου), του Κλαύδιου,
του Βρετανικού (γιου του Κλαύδιου) και επίσης το βαλσαμωμένο σώμα
της Ποππαίας Σαβίνας (γυναίκας του Νέρωνα), οι στάχτες της Ιουλίας
Δόμνας (αργότερα μεταφέρθηκε στο Μαυσωλείο του Αδριανού) και αυτές
του Νέρβα, του τελευταίου αυτοκράτορα για τον οποίο άνοιξε τις
πύλες του το μαυσωλείο.
Το 410, κατά τη Λεηλασία της Ρώμης από τον Αλάριχο, οι Γότθοι
έσπασαν τον θόλο, έκλεψαν τις λάρνακες και σκόρπισαν τις στάχτες
χωρίς, όμως, να καταστρέψουν τη δομή του κτηρίου (Lanciani). Στο
μεσαίωνα οι τεχνητοί τύμβοι ισχυροποιήθηκαν και μετατράπηκαν σε
κάστρο (όπως και το Μαυσωλείο του Αδριανού που μετετράπη στο Κάστρο
Σαντ Άνγκελο) και κατοικήθηκε από την Οικογένεια Κόλοννα. Μετά την
καταστροφική ήττα του Κομμιούνε της Ρώμης από τον Κόμη του
Τούσκουλου 1167, η οικογένεια Κόλοννα λοιδωρήθηκε και εκδιώχθηκε
και η οχύρωση του μαυσωλείου καταστράφηκε. Έτσι, το μαυσωλείο
ερημώθηκε στη μορφή που το βρίσκουμε σήμερα.
Τον 19ο αιώνα, το μαυσωλείο χρησιμοποιήθηκε για ταυρομαχίες και
αργότερα ως συναυλιακός χόρος. Η περιοχή λειτούργησε ως
ενοποιημένος αρχαιολογικός χώρος για πρώτη φορά τη δεκαετία του
1930 σε συνδυασμό με τη γειτονική Άρα Πάκις που είχε μόλις
ανακαινισθεί. Ο Μπενίτο Μουσολίνι οραματιζόταν το μαυσωλείο σε
κεντρική θέση της νέας Ρώμης που επιθυμούσε, ώστε να τονίσει τη
σχέση της αρχαίας Ρώμης με το φασιστικό καθεστώς του. Ο Μουσολίνι
έβλεπε τον εαυτό του ως «αναγεννημένο Αύγουστο» που θα οδηγούσε την
Ιταλία σε νέες δόξες.