H λίμνη Σεβάν (αρμενικά: Սևանա լիճ, Sevana lič̣) είναι το μεγαλύτερο υδάτινο σώμα στην Αρμενία και στην Καυκασία. Η λίμνη βρίσκεται σε υψόμετρο 1.900 μέτρων και είναι μια από τις μεγαλύτερες αλπικές λίμνες της Ευρασίας. Βρίσκεται στην επαρχία Γκεγαρκουνίκ, στην κεντρική Αρμενία. Η λίμνη έχει έκταση 1.244 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ η λεκάνη απορροή της έχει έκταση περίπου 5.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, το οποίο αντιστοιχεί στο ένα έκτο της επικράτειας της Αρμενίας. Περίπου το 10% των υδάτων της λίμνης εκρέει από τον ποταμό Ραζντάν και το υπόλοιπο 90% εξατμίζεται.
Τα νερά της λίμνης έχουν χρησιμοποιηθεί εκτεταμένα για την άρδευση της πεδιάδας του Αραράτ και την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας από το 1938. Ως αποτέλεσμα, η στάθμη της λίμνης υποχώρησε περίπου 20 μέτρα, φτάνοντας σε ελάχιστο το 1952, ενώ ο όγκος της έχει μειωθεί κατά 42%. Πριν την ανθρώπινη παρέμβαση, η λίμνη είχε βάθος 95 μέτρα και έκταση 1.416 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ η στάθμη της βρισκόταν σε υψόμετρο 1.916. Η λίμνη σήμερα παρέχει περίπου το 80% των αλιευμάτων της χώρας. Το νερό της λίμνης χρησιμοποιείται για την ύδρευση της Αρμενίας και γειτονικών χωρών.
Η ονομασία Σεβάν θεωρείται ότι προέρχεται από την ουραρτική λέξη σουίνια, σουίνα ή σούνια («λέξη»), η οποία βρίσκεται σε μια επιγραφή του Ουραρτίου βασιλιά Ρούσα Α΄. Η σφηνοειδής επιγραφή από τον 8ο αιώνα π.Χ. ανακαλύφθηκε κοντά στο Οντζαμπέρντ, στις νότιες όχθες της λίμνης. Άλλες δημοφιλείς εκδοχές είναι ότι προέρχεται από τις αρμενικές λέξεις σεβ (μαύρος) και βανκ (μοναστήρι), αναφερόμενο στη μοναστική νησίδα στη λίμνη, η ότι προέρχεται από τη λέξη σεβ και τη λίμνη Βαν, δηλαδή η λίμνη ήταν η μαύρη Βαν.
Από την αρχαιότητα μέχρι τον Μεσαίωνα, η λίμνη αναφερόταν από τους Αρμένιους ως θάλασσα, και πιο συγκεκριμένα θάλασσα του Γκέχαμ (Գեղամա ծով, Geghama tsov), όνομα το οποίο χρησιμοποιείται από αρκετούς Αρμένιους ιστορικούς του Μεσαίωνα, όπως ο Μοβσές Χορενατσί. Στην λατινική και ελληνική γραμματεία, η λίμνη αναφέρεται ως Λυχνῖτις και την αναφέρει ο Πτολεμαίος το χάρτη της ευρύτερης Αρμενίας στη Γεωγραφική Υφήγηση. Στα γεωργιανά η λίμνη αναφέρεται ιστορικά ως გელაქუნი, Γκελακούνι. Επίσης, στη σύγχρονη εποχή, η λίμνη αναφερόταν συχνά ως Γκόκτσα, από τη τουρκική λέξη Gökče, η οποία σημαίνει «γαλάζια νερά». Η ονομασία αυτή χρησιμοποιούταν στην Ευρώπη και στη Ρωσία μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα.
Η λίμνη Σεβάν βρίσκεται στη κεντρική Αρμενία, στο βόρειο τμήμα του αρμενικού ηφαιστειακού οροπεδίου, στην περιοχή του Καυκάσου και 60 χιλιόμετρα βόρεια από το Γιερεβάν, την πρωτεύουσα. Η λίμνη έχει περίπου τριγωνικό σχήμα, με μέγιστο μήκος 75 χλμ και μέσο πλάτος 19, και χωρίζεται σε δύο λεκάνες, τη Μικρή και τη Μεγάλη Σεβάν από τη χερσόνησο Αρτανίς και το ακρωτήριο Νοραντούζ. Η Μικρή Σεβάν έχει μεγαλύτερο μέσο βάθος. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της λίμνης είναι η σχετικά μικρή λεκάνη απορροής, η οποία είναι μόλις τρεις φορές μεγαλύτερη από την έκταση της λίμνης. Η λίμνη τροφοδοτείται από 28 μικρούς ποταμούς και ρέματα και κύρια πηγή των υδάτων της είναι οι ανοιξιάτικες πλημμύρες και το λιώσιμο του χιονιού. Η λίμνη έχει μόνο μια εκροή, τον ποταμό Ραζντάν. Πριν τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις, το νερό της λίμνης ανανεωνόταν κάθε 44,3 χρόνια.
Η σημερινή λίμνη προέρχεται από τη Παλαιό-Σεβάν, μια τεκτονική λίμνη του πρώιμου τεταρτογενούς, δέκα φορές μεγαλύτερη από τη σημερινή. Η σημερινή λίμνη σχηματίστηκε πριν περίπου 25 με 30 χιλιάδες χρόνια.
Η Σεβάν αναγνωριστήκε ως μείζονα εν δυνάμει πηγή νερού τον 19ο αιώνα. Το μεγάλο υψόμετρο της λίμνης σε σχέση με την εύφορη πεδιάδα του Αραράτ και οι περιορισμένες ενεργειακές πηγές ώθησαν τους μηχανικούς να εξερευνήσουν τρόπους της χρήσης του νερού της λίμνης. Το 1910, ο Αρμένιος μηχανικός Σουκίας Μανασσεριάν πρότεινε τη χρήση του νερού της λίμνης για άρδευση και παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας. Πρότεινε την αποξήρανση της λίμνης κατά 50 μέτρα. Η Μεγάλη Σεβάν θα αποξηραινόταν τελείως, ενώ η Μικρή Σεβάν θα είχε έκταση περίπου 240 χλμ². Την πρόταση του Μανασεριάν υιοθέτησαν οι Σοβιετικές αρχές τη δεκαετία του 1930, όταν η σοβιετική ένωση εκβιομηχανιζόταν. Οι εργασίες άρχισαν το 1933. Η όχθη του Ραζντάν εκβαθύνθηκε, ενώ κατασκευάστηκε μια σήραγγα 40 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της λίμνης. Η σήραγγα ολοκληρώθηκε το 1949 και από τότε η πτώση της στάθμης της λίμνης επιταχύνθηκε, φτάνοντας το ένα μέτρο το χρόνο. Το νερό χρησιμοποιήθηκε για άρδευσης και την αλυσίδα έξι σταθμών παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας στον ποταμό Ράζνταν.
Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, η οικολογική κατάσταση της λίμνης υποβαθμίστηκε εξαιτίας της πτώσης της στάθμης των υδάτων, τον αυξημένο ευτροφισμό και την καταστροφή της βιοποικιλότητας λόγω των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Η στάθμη των υδάτων είχε υποχωρήσει κατά 19,88 μέτρα το 2002, ενώ ο όγκος της λίμνης είχε μειωθεί κατά 43,8% (από 58,5 σε 32,9 χλμ³).
Τη δεκαετία του 1950 ήταν πλέον φανερό ότι οι οικολογικές και οικονομικές επιπτώσεις της εκμετάλλευσης των υδάτων της λίμνης ήταν υπερβολικά αθέμιτες ώστε να συνεχιστεί η εκμετάλλευση της λίμνης τιουτοτρόπως. Το 1964 εκπονήθηκε μια εργασία ώστε να παρεκτραπεί ο ποταμός Αρπά από ένα ταμιευτήρα κοντά στο Κετσούτ μέσω μιας σήραγγας 49 χιλιόμετρων προς τη λίμνη κοντά στο Αρτσβανίστ. Η σήραγγα, αποκαλούμενη Αρπά-Σεβάν, ολοκληρώθηκε το 1981. Περίπου 200 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού εισρέουν στη Σεβάν κάθε χρόνο μέσω της σήραγγας. Επειδή όμως η στάθμη δεν ανέβαινε αρκετά γρήγορα, στις 20 Απριλίου 1981 το υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε την κατασκευή της σήραγγας Βοροτάν-Αρπά, μήκους 21,6 χιλιομέτρων. Οι εργασίες αναβλήθηκαν λόγω της σύγκρουσης στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ και το σεισμό του 1988, και τελικά η σήραγγα ολοκληρώθηκε τις 26 Απριλίου 2004. Μέσω της σήραγγας εισρέουν στη λίμνη επιπλέον 165 εκατομμύρια κυβικά μέτρα κάθε χρόνο.
Μετά την κατασκευή των δυο σηραγγών, η στάθμη της λίμνης άρχισε να ανυψώνεται στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Το 2007 ανακοινώθηκε ότι η στάθμη της λίμνης είχε ανυψωθεί κατά 2,44 μέτρα τα τελευταία έξι χρόνια. Τον Οκτώβριο του 2010 έφτασε τα 1900,04 μέτρα.