Το κάστρο του Σενονσώ (le château de Chenonceau) βρίσκεται στην κοινότητα του Σενονσώ στην περιοχή Αντρ-ε-Λουάρ (Γαλλία). Είναι ένα από τα κάστρα που είναι γνωστά σαν κάστρα του Λίγηρα.
Το Σενονσώ είναι κτισμένο, επιπλωμένο, και διαμορφωμένο από γυναίκες πολύ διαφορετικές κατά την ιδιοσυγκρασία τους. Χτίστηκε από την Κατρίν Μπρισονέ (Katherine Briçonnet) το 1513, εμπλουτίστηκε από τη Ντιαν ντε Πουατιέ (Dianne de Poitiers) και διευρύνθηκε από την Αικατερίνη των Μεδίκων. Έγινε χώρος περισυλλογής της βασίλισσας Λουίζας της Λωρραίνης, έπειτα διασώθηκε από την Λουίζ Ντυπάν (Luise Dupin) κατά τη διάρκεια της γαλλικής Επανάστασης και τέλος, μεταμορφώθηκε από την κυρία Πελούζ (Mme Pelouze). Έτσι, απέκτησε το χαρακτηρισμό το κάστρο των Κυριών, διότι "αυτό το θηλυκό αποτύπωμα είναι παρόν παντού, προστατεύοντάς το από τις συγκρούσεις και τους πολέμους για να είναι για πάντα ένας τόπος ειρήνης".
Το κάστρο είναι επιπλωμένο, διακοσμημένο με σπάνιες ταπετσαρίες και παλιούς πίνακες, είναι το πιο επισκέψιμο ιδιωτικό ιστορικό μνημείο της Γαλλίας. Έχει αρκετούς κήπους, ένα πάρκο και έναν αμπελώνα.
Όλη η περιοχή, ιδιοκτησία σήμερα της οικογένειας Μενιέ (Menier), δέχεται ετησίως 850.000 επισκέπτες[5]. Το κάστρο ανήκει στα ιστορικά μνημεία της Γαλλίας από το 1840 και το πάρκο από το 1962.
Το πρώτο κάστρο που χτίστηκε στο Σενονσώ χρονολογείται από το 13ο αιώνα, όπως επίσης και ένας οχυρωμένος μύλος που χρονολογείται από το 1230, εποχή κατά την οποία ανήκε στην οικογένεια Μαρκ (Marques). Η γέφυρα δεν υπήρχε τότε, θα κτιστεί πολύ αργότερα. Έτσι, η στρατηγική λειτουργία του αρχικού κάστρου δεν ήταν το πέρασμα από τη μία όχθη στην άλλη, αλλά μάλλον μια διαχείριση της ποτάμιας κυκλοφορίας πάνω στον ποταμό Σερ.
Ο Σερ χρησιμοποιείτο τότε ευρέως για τη μεταφορά ξυλείας, οικοδομικών υλικών, αλατιού, κρασιού και κτηνοτροφικών προϊόντων. Το κάστρο υπέστη καταστροφές κατά τη διάρκεια του Εκατονταετούς πολέμου, εποχή κατά την οποία ο Ζαν Μαρκ διάκειτο εχθρικά προς τον δελφίνο Λουδοβίκο της Guyenne, αρχηγού του Βασιλικού Συμβουλίου, και παρέδωσε το Σενονσώ στα αγγλικά στρατεύματα. Το Σενονσώ ανακατελήφθη από τους Γάλλους το 1411, χάρη στη νίκη του Μπουσικώ. Το κάστρο τότε κάηκε και ισοπεδώθηκε.
Αργότερα, ο Ζαν Μαρκ ζήτησε την άδεια από τον Κάρολο Ζ'' της Γαλλίας, προκειμένου να ανακατασκευάσει ένα κάστρο στην περιοχή. Η άδεια του δόθηκε το 1432. Το κάστρο ξαναχτίστηκε σε διαφορετική θέση, και παρουσιάζει μια νέα αρχιτεκτονική: στηριγμένο στον Σερ, οριοθετεί ένα χώρο που είναι σχεδόν τετράγωνος (50 x 55 m), και περιβάλλεται από τρεις πλευρές από τάφρους με νερό. Η τέταρτη πλευρά του κλείνεται και απομονώνεται από τον ποταμό Σερ. Στις γωνίες είχε τέσσερις στρογγυλούς πύργους, που οι βάσεις τους ήταν μέσα στις υγρές τάφρους και υπήρχαν τείχη, ανάμεσα στα οποία βρισκόταν το κύριο σώμα του σπιτιού και που διακόπτονταν από τις οχυρώσεις της πόρτας της εισόδου. Από αυτό το φεουδαρχικό κάστρο δεν έχει επιβιώσει παρά μόνο ο νοτιο-δυτικός πύργος, γνωστός ως " πύργος των Μαρκ ". Πίσω από το κάστρο, στις όχθες του ποταμού Σερ, χτίστηκε ένας μύλος.
Ένας από τους διαδόχους του Ζαν Μαρκ, ο Πιέρ Μαρκ, παντρεύτηκε την Μαρτίν Μπερά, κόρη του ταμία της Γαλλίας και θαλαμηπόλου του Λουδοβίκου ΙΑ'. Η κακή διαχείριση της ιδιοκτησίας οδήγησε την οικογένεια σε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, τα οποία οδήγησαν στη σύλληψή του στις 3 Ιουνίου 1496. Το κάστρο το αγόρασε ο Τομά Μπογιέ (Thomas Bohier), αστός από την Τουρ που πρόσφατα είχε γίνει ευγενής, για 7.374 λίβρες. Οι Μαρκ αποσύρθηκαν στο αρχοντικό του Κουλντραί. Ο Τομά Μπογιέ τους έδωσε τη δυνατότητα επαναγοράς έως τις 25 Δεκεμβρίου 1498 για 12.550 λίβρες. Αλλά ο Πιέρ Μαρκ δεν μπορούσε να πληρώσει. Στις 9 Νοεμβρίου 1499 ο Γκιγιόμ Μαρκ, αδελφός του Πιέρ, διεκδίκησε την ιδιοκτησία, με την επίκληση της ρήτρας υπαναχώρησης, και άρχισε διαδικασίες για να το ανακτήσει.
Μετά το θάνατό του, η κόρη του Κατρίν Μαρκ επανάάνοιξε την υπόθεση και ικανοποιήθηκε εν μέρει, αναγκάζοντας τον Τομά Μπογιέ να μείνει στο κάστρο της Ουντ (Houdes), όπου ο ίδιος είχε χτίσει ένα σπίτι. Η Κατρίν παντρεύτηκε τον Φρανσουά Φυμέ, άρχοντα των Φουρνό. Άρχισε νέες διαδικασίες προκειμένου να αποκτήσει συγχρόνως, την Ουντ, έτσι ώστε όλα τα παλιά εδάφη της οικογένειας να επιστρέψουν σ' αυτήν.
Μετά από μια δύσκολη δικαστική διαμάχη, στις 8 Φεβρουαρίου 1512 η περιοχή καταχωρήθηκε οριστικά στον Τομά Μπογιέ.
Ο Μπογιέ ήταν ένας σημαντικός πολιτικός και ικανός οικονομολόγος. Συμβολαιογράφος και γραμματέας του βασιλιά το 1491, αυλάρχης του Καρόλου Η', οικονομικός επόπτης στο Παρίσι, έγινε γενικός οικονομικός ελεγκτής στη Νορμανδία. Παντρεύτηκε την Κατρίν Μπρισονέ, η οποία προερχόταν επίσης από μια πλούσια επαρχιακή οικογένεια που πλούτισε ανεβαίνοντας σταδιακά τη σκάλα που οδηγούσε στις πιο σημαντικές θέσεις στο κράτος. Υπηρέτησε επίσης υπό τον Λουδοβίκο ΙΒ' και τον Φραγκίσκο Α'.
Μετά το θάνατό του το 1524 αποκαλύφθηκαν ατασθαλίες στα οικονομικά του και ο βασιλιάς Φραγκίσκος Α' επέβαλε τεράστιο πρόστιμο στον γιο του και κληρονόμο του κάστρου Αντουάν Μπογιέ. Καθώς αυτός αδυνατούσε να το πληρώσει, το 1535 το κάστρο μεταβιβάστηκε στο Γαλλικό Θρόνο.
Το έγγραφο της μεταβίβασης του 1535 μονογραφήθηκε για λογαριασμό του βασιλιά από τον Anne de Montmorency, Δούκα, από τους Ομοτίμους της Γαλλίας, Στρατάρχη, Μεγάλο Μάγιστρο και πρώτο Βαρώνο της Γαλλίας. Ο δήμαρχος της πόλης Tours, πήρε στην κατοχή του το κάστρο στο όνομα του βασιλιά και έγινε ο οικονόμος. Λόγω της επισφαλούς κατάστασης και της αβεβαιότητας για το μέλλον του Σενονσώ, ο Αντουάν Μπογιέ είχε αμελήσει τη συντήρηση του κάστρου. Ο Φραγκίσκος Α' παρέλαβε ένα εγκαταλελειμμένο ακίνητο. Ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, ο βασιλιάς δεν το ανακαίνισε. Η προθυμία του να αποκτήσει το κάστρο ακολουθήθηκε από αδιαφορία. Η προσοχή του ήταν στραμμένη στο Σαμπόρ, το Φονταινεμπλώ ή το Βιγιέ-Κοτρέ μέχρι το τέλος της βασιλείας του και το Σενονσώ παρέμεινε αναξιοποίητο. Ο Φραγκίσκος Α' και η αυλή του έμεινε στο κάστρο μια φορά επιστρέφοντας από το Αιγκ-Μορτ (Aigues-Mortes) μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Νίκαιας με τον Κάρολο Κουίντο,τον Αύγουστο του 1538. Και άλλη μια, την άνοιξη του 1545, που πήγε για κυνήγι στα κοντινά δάση. Οι μετακινήσεις, όπως συνηθίζονταν εκείνη την εποχή, πραγματοποιούνταν με μια μακρά σειρά από κάρα που μετέφεραν έπιπλα, πιάτα, λινά και ταπετσαρίες. Το κάστρο είχε χάσει μεγάλο μέρος των επίπλων του και η ευημερία της εποχής του Τομά Μπογιέ ήταν μακριά.
Ο Φραγκίσκος Α' πέθανε το 1547 στο Ραμπουιγιέ. Τρεις μήνες μετά το θάνατό του, ο γιος του Ερρίκος Β' πρόσφερε το Σενονσώ στην ευνοούμενή του Ντιάν ντε Πουατιέ (Diane de Poitiers), δούκισσα του Βαλαντινουά. Στη δεξιά όχθη του Σερ, η Ντιάν ντε Πουατιέ δημιούργησε κήπους, που φέρουν το όνομά της. Για να τους προστατεύσει από τις πλημμύρες δημιούργησε αναχώματα και πέτρινους τοίχους. Στη συνέχεια επέβλεψε τη φύτευση των κήπων με λουλούδια και λαχανικά καθώς και μια ποικιλία οπωροφόρων δέντρων.
Το 1552 φιλοξενήθηκαν στο κάστρο ο βασιλιάς Ερρίκος Β', η σύζυγός του Αικατερίνη των Μεδίκων και η όλη η αυλή. Η Ντιάν εμπιστεύτηκε στον αρχιτέκτονα Φιλιμπέρ ντελ'Ορμ (Philibert de l'Orme) την επιθυμία της να δημιουργηθεί μια γέφυρα ώστε να δημιουργήσει κήπους και απέναντι, και έτσι άρχισε να κτίζεται η τοξωτή γέφυρα που ενώνει το château με την απέναντι όχθη του. Ήταν έτοιμη το 1559 αλλά ο βασιλιάς δεν την είδε ποτέ, καθώς ήταν στο Παρίσι, θανάσιμα τραυματισμένος σε ένα τουρνουά.
Μετά το θάνατο του βασιλιά Ερρίκου Β' το 1559, η χήρα και αντιβασίλισσα Αικατερίνη των Μεδίκων ανάγκασε τη Ντιάν να ανταλλάξει το Σενονσώ με το κάστρο Σομόν ( Château de Chaumont) [8]. Η βασίλισσα Αικατερίνη έκανε το Σενονσώ την αγαπημένη της κατοικία, προσθέτοντας μια νέα σειρά κήπων. Διέθεσε μια περιουσία στο κάστρο και σε θεαματικές βραδινές συγκεντρώσεις. Το 1560 πραγματοποιήθηκε η πρώτη εμφάνιση πυροτεχνημάτων στη Γαλλία κατά τη διάρκεια των εορτασμών για την ανάρτηση στο θρόνο του γιου της Φραγκίσκου Β'. Η μεγάλη γκαλερί, η οποία εκτείνεται κατά μήκος της υπάρχουσας γέφυρας και διασχίζει ολόκληρο τον ποταμό, δημιουργήθηκε το 1577. Πρόσθεσε επίσης δωμάτια μεταξύ του παρεκκλησίου και της βιβλιοθήκης στην ανατολική πλευρά του κτίσματος, καθώς και πτέρυγα υπηρεσίας στα δυτικά.
Η Αικατερίνη ονειρευόταν μια ακόμη μεγαλύτερη επέκταση του κάστρου, που παρουσιάστηκε σε μια χάραξη που δημοσίευσε το 1579 ο Jacques Androuet du Cerceau στο δεύτερο τόμο του βιβλίου του "Les plus excels bastiments de France". Εάν το έργο αυτό είχε εκτελεστεί, το σημερινό κάστρο θα ήταν μόνο ένα μικρό μέρος ενός τεράστιου αρχοντικού.
Μετά το θάνατο της Αικατερίνης το 1589 το κάστρο πέρασε στη νύφη της, Λουίζα της Λωρραίνης (Louise de Lorraine-Vaudémont), σύζυγο του βασιλιά Ερρίκου Γ'. Στο Σενονσώ η Λουίζα ειδοποιήθηκε για τη δολοφονία του συζύγου της το 1589 και έπεσε σε κατάσταση κατάθλιψης. Πέρασε την υπόλοιπη ζωή της περιπλανόμενη άσκοπα στους διαδρόμους του κάστρου ντυμένη με πένθιμα ρούχα, ανάμεσα σε μαύρες ταπετσαρίες διακοσμημένες με κρανία και σκελετούς. Καθώς το χρώμα του πένθους για τις βασίλισσες ήταν το λευκό, επονομάστηκε "η λευκή βασίλισσα".
Ο επόμενος βασιλιάς Ερρίκος Δ' απέκτησε το Σενονσώ για την ευνοούμενή του Γκαμπριέλ ντ' Εστρέ (Gabrielle d'Estrées) πληρώνοντας τα χρέη της Αικατερίνης των Μεδίκων, τα οποία είχε κληρονομήσει η Λουίζα της Λωρραίνης και απειλούσαν να την καταστρέψουν. Σε αντάλλαγμα, η Λουίζα άφησε το château στην ανιψιά της Françoise de Lorraine, την εποχή εκείνη έξι ετών και στον τετραετή Καίσαρα των Βουρβόνων, δούκα του Βαντόμ (César de Bourbon, duc de Vendôme), τον φυσικό γιο της Γκαμπριέλ ντ'Εστρέ και του Ερρίκου Δ'. Το κάστρο παρέμεινε στην κατοχή του δούκα του Βαντόμ και των απογόνων του για περισσότερο από εκατό χρόνια.
Οι Βουρβώνοι είχαν ελάχιστο ενδιαφέρον για το κάστρο, εκτός από το κυνήγι. Το 1650, ο Λουδοβίκος ΙΔ' ήταν ο τελευταίος βασιλιάς του παλιού καθεστώτος που το επισκέφθηκε.
Το κάστρο Σενονσώ αγοράστηκε από τον Δούκα του Bourbon το 1720. Λίγο-λίγο, πουλήθηκαν όλα τα περιεχόμενα του κάστρου. Πολλά από τα ωραία αγάλματα κατέληξαν στις Βερσαλλίες.
Το 1733 το ακίνητο πωλήθηκε για 130.000 λίβρες σε έναν πλούσιο γαιοκτήμονα, τον Κλωντ Ντυπάν (Claude Dupin). Η σύζυγός του, Λουίζ Ντυπάν (Louise Dupin), ήταν η φυσική κόρη του τραπεζίτη Samuel Bernard και μιας ηθοποιού. Η Λουίζ ήταν "μία έξυπνη, όμορφη και πολύ καλλιεργημένη κοπέλα και είχε το θέατρο στο αίμα της". Ο Claude Dupin, χήρος, είχε έναν γιο, τον Louis Claude, από την πρώτη σύζυγό του Marie Aurore της Σαξονίας και μεταξύ των απογόνων του ήταν η συγγραφέας Γεωργία Σάνδη (George Sand - γεννήθηκε Aurore Dupin).
Το λογοτεχνικό σαλόνι της Λουίζ Ντυπάν στο Σενονσώ προσέλκυσε τους ηγέτες του Διαφωτισμού, όπως τους συγγραφείς Βολταίρο (Voltaire), Μοντεσκιέ (Montesquieu) και Φοντανέλ (Fontenelle), τον φυσιοδίφη Μπουφόν (Buffon), τον θεατρικό συγγραφέα Μαριβώ (Marivaux) και πολλούς άλλους ανθρώπους των γραμμάτων.
Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ (Jean-Jacques Rousseau) ήταν γραμματέας της κυρίας Ντυπάν και δάσκαλος του γιου της. Ο Ρουσσώ, ο οποίος εργάστηκε για το Émile στο Σενονσώ, έγραψε στις "Εξομολογήσεις" του: "Παίζαμε μουσική και διοργανώναμε κωμωδίες. Έγραψα ένα ποίημα με τίτλο Το μονοπάτι της Συλβί (l'Allée de Sylvie), από το όνομα ενός μονοπατιού στο πάρκο κατά μήκος του Σερ".
Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης η χήρα πλέον Λουίζ έσωσε το Σενονσώ από την καταστροφή, χάρη στις φιλικές της σχέσεις με τους κατοίκους του χωριού και απέτρεψε την Επαναστατική Φρουρά από το να το καταστρέψει επειδή «ήταν αντίθετο προς στο δημόσιο συμφέρον, καθώς ήταν η μόνη γέφυρα στον ποταμό για πολλά μίλια».
Το 1864 η Μαργαρίτα Πελούζ (Marguerite Pelouze), πλούσια κληρονόμος, αγόρασε το κάστρο. Γύρω στο 1875 ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Félix Roguet να το αποκαταστήσει. Ανανέωσε σχεδόν εντελώς το εσωτερικό και απομάκρυνε αρκετές από τις προσθήκες της Αικατερίνης των Μεδίκων, συμπεριλαμβανομένων των δωματίων μεταξύ της βιβλιοθήκης και του παρεκκλησίου και των αλλαγών της στη βόρεια πρόσοψη, μεταξύ των οποίων υπήρχαν αγάλματα του Ηρακλή, της Αθηνάς, του Απόλλωνα και της Κυβέλης που μεταφέρθηκαν στο πάρκο.
Ο José-Emilio Terry ήταν ο επόμενος ιδιοκτήτης του κάστρου. Ήταν ένας κουβανός εκατομμυριούχος, που απέκτησε το Σενονσώ από την κυρία Πελούζ το 1891. Η οικογένεια Τερύ διατήρησε την ιδιοκτησία μέχρι το 1913.
Το 1913, η ιδιοκτησία αγοράστηκε από τον Ανρί Μενιέ (Henri Menier), βιομήχανο, μέλος της οικογένειας Menier, διάσημης στον τομέα της σοκολατοποιίας. Η οικογένεια Μενιέ είναι οι τελευταίοι ιδιοκτήτες του κάστρου Σενονσώ και το κατέχουν μέχρι σήμερα .
Κατά τη διάρκεια του Α 'Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γκαστόν Μενιέ (Gaston Menier) τροποποίησε τις μεγάλες αίθουσες πάνω από τη γέφυρα ώστε να χρησιμοποιηθούν ως νοσοκομειακοί θάλαμοι. Οι δύο αίθουσες είχαν εκατόν είκοσι κρεβάτια: εβδομήντα στον πρώτο όροφο και πενήντα στο ισόγειο, όπου βρισκόταν και το χειρουργείο. Το κτίριο επωφελήθηκε από τις τελευταίες καινοτομίες τόσο από πλευράς ιατρικής όσο και από εξοπλισμό. Εξοπλίστηκε με ηλεκτρική ενέργεια και θέρμανση, καθώς και ηλεκτρική αντλία νερού. Οι γιατροί και οι νοσηλευτές αμείβονταν από το κράτος, αλλά ο Γκαστόν Μενιέ φρόντιζε για όλα τα έξοδα διατροφής και εγκατάστασης. Το στρατιωτικό νοσοκομείο λειτούργησε κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1918 και 2.254 τραυματίες στρατιώτες, οι περισσότεροι σοβαρά άρρωστοι, νοσηλεύτηκαν στο κάστρο.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το κάστρο βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς τον Ιούνιο του 1940. Ήταν επίσης ένα μέσο για να δραπετεύσει κάποιος από τη ναζιστική κατεχόμενη ζώνη από τη μία πλευρά του ποταμού Σερ προς τη "ελεύθερη" ζώνη στην αντίθετη όχθη. Καθώς είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς, οι Σύμμαχοι το βομβάρδισαν στις 7 Ιουνίου 1944, οπότε και καταστράφηκαν τα παράθυρα του παρεκκλησίου.
Το 1951, η οικογένεια Μενιέ ανέθεσε την αποκατάσταση του Σενονσώ στον Bernard Voisin, ο οποίος επανέφερε το ερειπωμένο κτίσμα και τους κήπους, που είχαν καταστραφεί στην πλημμύρα του ποταμού Σερ το 1940, πίσω, σε μια αντανάκλαση της παλιάς δόξας του.
Υπάρχουν δύο κύριοι κήποι: ένας της Ντιάνας ντε Πουατιέ (Diane de Poitiers) και ένας της Αικατερίνης των Μεδίκων (Catherine de Medici), που βρίσκονται στις δύο πλευρές του Πύργου Marques, στα απομεινάρια των οχυρώσεων που προηγήθηκαν της κατασκευής του σημερινού κάστρου.
Υπάρχει ακόμη και λαβύρινθος ιταλικού στυλ, σύμφωνα με επιθυμία της Αικατερίνης των Μεδίκων. Αποτελείται από 2000 φυτά σε περισσότερα από ένα εκτάρια. Στο κέντρο του υπάρχει ένα κιόσκι από όπου, λόγω της ανυψωμένης θέσης, υπάρχει ωραία θέα, και ένα άγαλμα της Αφροδίτης. Ο λαβύρινθος περιβάλλεται από πέργκολες. Εκεί βρίσκονται και οι Καρυάτιδες του Jean Goujon, οι οποίες κάποτε κοσμούσαν την πρόσοψη του κάστρου.
Οι κήποι προστατεύονται από τις πλημμύρες του ποταμού Σερ (Cher) από υπερυψωμένες βεράντες από τις οποίες έχει υπέροχη θέα στα παρτέρια και το κάστρο.
Το κάστρο αποτελείται από δύο μέρη:
Ο πύργος των Μαρκ είναι το μόνο ορατό απομεινάρι του μεσαιωνικού κάστρου της οικογένειας Μαρκ (Marques), που κατεδάφισε ο Τομά Μπογιέ (Thomas Bohier) το 1515. Αντιστοιχεί στον ψηλό πύργο του παλαιού κτιρίου, που αποτελείται από ένα στρογγυλό πύργο και πυργίσκο που στεγάζει το κλιμακοστάσιο. Ο Μπογιέ για να εκσυγχρονίσει τον πύργο, του έδωσε μια πιο σύγχρονη ματιά στο στυλ της Αναγέννησης, με μεγάλα παράθυρα, πόρτα σκαλιστή από λευκή πέτρα, και την προσθήκη ενός καμπαναριού, του οποίου η καμπάνα έχει ημερομηνία 1513. Επισκεύασε την παλιά τοιχοποιία, κρύβοντας τις παλιές πολεμίστρες, αλλά υπάρχουν ακόμα ίχνη τους.
Έκανε επίσης πέτρινα σκαλιά στην είσοδο, της μόδας στο 16ο αιώνα. Τέλος, ο Bohier εγχάραξε τα γράμματα TBK στον πύργο, δηλαδή το όνομά του και το όνομα της συζύγου του, Thomas Bohier-Briçonnet Katherine.
Υπάρχει επίσης ακόμη και ένα πηγάδι,διακοσμημένο με μια χίμαιρα και ένα δικέφαλο αετό, το έμβλημα της οικογένειας Μαρκ.
Αυτός ο πύργος, για μικρό διάστημα στέγασε το κατάστημα αναμνηστικών, δεν είναι όμως πλέον προσβάσιμος στο κοινό.
Αποτελείται από ένα σχεδόν τετράγωνο ( 22Χ23 ) διώροφο κεντρικό κτίριο (συν ένα υπόγειο) που πλαισιώνεται από γωνιακούς πυργίσκους, χτισμένο πάνω στα ισχυρά πέτρινα θεμέλια του παλιού μύλου που υπήρχε κάποτε στη δεξιά όχθη.
Επεκτείνεται με ένα διώροφο κτίριο με στέγη που κλίνει στη νότια πρόσοψη του σπιτιού, που χτίστηκε από τον Philibert Delorme το 1560 σε σχεδόν κλασικό στιλ και στηρίζεται σε μια γέφυρα με πέντε καμάρες, που εκτείνεται πάνω από τον ποταμό Σερ. Ο κατώτερος όροφος καταλαμβάνεται από γκαλερί.
Η πρόσβαση στο ισόγειο του κεντρικού κτιρίου γίνεται από μια σκάλα ακολουθούμενη από μια μικρή γέφυρα..