H βασιλική της Σάντα Μαρία Ματζόρε, ιταλ. Santa Maria Maggiore είναι μία από τις τέσσερις παπικές βασιλικές και η μεγαλύτερη στη Ρώμη που είναι αφιερωμένη στην Παρθένο Μαρία. Σε αυτήν φυλάσσεται ευλαβικά η σεβαστή Βυζαντινή (Ελληνική) εικόνα της Βρεφοκρατούσας ως βοηθού και προστάτιδας των κατοίκων της Ρώμης. Το 1838 ο Πάπας Γρηγόριος ΙΣΤ΄ χορήγησε στην εικόνα κανονική στέψη με απόφασή του (bulla).
Σύμφωνα με τη Συνθήκη τού Λατερανού τού 1929 μεταξύ της Αγ. Έδρας και τού Ιταλικού κράτους, η βασιλική ανήκει στην Αγ. Έδρα και είναι έδαφος εκτός τού Βατικανού, με τα δικαιώματα που έχουν οι πρεσβείες άλλων κρατών στην Ιταλία.
Ο τωρινός ναός κτίστηκε από τον πάπα Σίξτο Γ΄ (432-440), σύμφωνα με την αφιερωτική επιγραφή στο θριαμβευτικό τόξο: Sixtus episcopus plebi Dei. Εκτός από το ναό αυτόν στον Εσκουιλίνο λόφο, ο πάπας λέγεται, ότι ανέθεσε εκτεταμένα οικοδομικά έργα σε όλη την πόλη, που συνεχίστηκαν από τον διάδοχό του πάπα Λέοντα Α΄.
Ο ναός διατηρεί τον πυρήνα της αρχικής του κατασκευής, παρά τις αρκετές κατασκευαστικές προσθήκες και τις ζημιές από τον σεισμό τού 1348. Η οικοδόμηση των ναών στη Ρώμη την περίοδο αυτή, όπως για παράδειγμα η Σάντα Μαρία Ματζόρε, εμπνέεται από την ιδέα της πόλης ως κέντρο τού Χριστιανικού κόσμου.
Ο ναός, ένας από τους πρώτους που φτιάχτηκαν στο όνομα της Παρθένου Μαρίας, άρχισε να κτίζεται μετά τη Σύνοδο της Εφέσου το 431, η οποία διακήρυξε την Παναγία ως Θεοτόκο. Ο Σίξτος Γ΄ τον έκτισε σε ανάμνηση της απόφασης αυτής. Η ατμόσφαιρα που δημιούργησε τη Σύνοδο, επηρέασε και τα ψηφιδωτά τού εσωτερικού, καθώς "είναι σαφές, πως οι σχεδιαστές της διακόσμησης ανήκουν σε μία περίοδο πυκνών συζητήσεων για τη φύση και τη σχέση της Παρθένου με τον σαρκωθέντα Χριστό". Τα μεγαλειώδη ψηφιδωτά στον σηκό και στο θριαμβευτικό τόξο είναι ορόσημα στις απεικονίσεις της Παρθένου. Απεικονίζουν σκηνές της ζωής της, τού Χριστού και της Παλαιάς Διαθήκης, όπως τον Μωϋσή που κτυπά την Ερυθρά Θαλασσα και τον πνιγμό των οι Αιγυπτίων σε αυτήν.
Ο Ρίχαρτ Κράουτάιμερ αποδίδει τη μεγαλοπρέπεια τού έργου στα άφθονα έσοδα τού πάπα από τις κτήσεις που απέκτησε η Εκκλησία κατά τον 4ο και 5ο αι. στην Ιταλική χερσόνησο. Μερικές ελεγχόταν τοπικά, η πλειοψηφία τους όμως διοικείτο απευθείας από τη Ρώμη με αποτελεσματικότητα. Ένα κεντρικό λογιστικό σύστημα έφτιαχνε προϋπολογισμό, κατά τον οποίο ένα μέρος των εσόδων πήγαιναν στην παπική διοίκηση, ένα μέρος στις ανάγκες των κληρικών, ένα άλλο μέρος στη συντήρηση των ναών και ένα άλλο σε φιλανθρωπίες. Αυτά επέτρεψαν στον πάπα να εκτελέσει τον 5ο αι. ένα φιλόδοξο οικοδομικό πρόγραμμα, που περιελάμβανε τη Σάντα Μαρία Ματζόρε.