Το Αββαείο του Κλυνύ (γαλλ.: Abbaye de Cluny) είναι μονή των Βενεδικτίνων στο Κλυνύ της Γαλλίας, χτισμένη σε Ρομανικό ρυθμό.
Ιδρύθηκε το 910 από τον Γουλιέλμο Α΄ τον Ευσεβή, Δούκα της Ακουιτανίας και υπήρξε από τις πιο σημαντικές μονές το μεσαίωνα.
Το 910 ο Γουλιέλμος Α΄ ο Ευσεβής χορήγησε την ιδιοκτησία του στο Κλυνύ με τον όρο να χτιστεί μοναστήρι προς τιμήν των αποστόλων Πέτρου και Παύλου.
Ο Γουλιέλμος δεν επέβαλε καμία υποχρέωση στο αββαείο ως προς τον εαυτό του και την οικογένειά του, εκτός της προσευχής.
Το αββαείο αρχικά ήταν μικρής κλίμακας και προοριζόταν ως καθεδρικός ναός του Κλυνύ.
Ο πρώτος ηγούμενος ήταν ο Βερνόν. Υποκείμενος μόνο στον Πάπα, άρχισε την παράδοση των κλουνιακών μεταρρυθμίσεων.
Το Κλυνύ ήταν το πλουσιότερο μοναστήρι κατά το μεσαίωνα και υπήρξε το εφαλτήριο μεταρρυθμίσεων στη δυτική μοναστική και τη δημόσια ζωή.
Οι μονές των Βενεδικτίνων συνήθιζαν να είναι αυτόνομες και σχετίζονταν μεταξύ τους άτυπα. Το Κλυνύ άλλαξε την οργανωτική δομή της εποχής. Δημιούργησε μια ομοσπονδία ταγμάτων και η διοίκηση των ταγμάτων λειτουργούσε εκπροσωπώντας τον ηγούμενο του Κλυνύ και απαντούσε σε αυτόν. Αυτά τα τάγματα ονομάστηκαν υφιστάμενες μονές (obedientiary priories) για να υποδεικνύεται η υποτέλεια τους στο Κλυνύ.
Οι μοναχοί μακρινών μοναστηριών δεσμεύονταν να διασχίσουν τη Γαλλία για να συμβουλέψουν ή συμβουλευτούν τον Ηγούμενο του Κλυνύ εκτός κι αν ερχόταν ο ίδιος στη περιοχή τους. Συγκεκριμένα, στην Βρετανία κάτι τέτοιο συνέβη μόνο πέντε φορές το 13ο αι. και δύο τον 14ο.
Οι μοναχοί του Κλυνύ δεν απασχολούνταν με χειρωνακτικές εργασίες, όπως γινόταν σε άλλα Βενεδικτινά μοναστήρια. Εργάτες προσλαμβάνονταν για τέτοιες εργασίες και οι μοναχοί αφιερώνονταν, κατά κύριο λόγο, σε αδιάλειπτες προσευχές.
Παρά τη μοναστικό ιδεώδες της λιτής ζωής το αββαείο του Κλυνύ κατείχε ασημένια κηροπήγια και χρυσά δισκοπότηρα με πολύτιμους λίθους για χρήση στις Λειτουργίες, όπως και άμφια από λινό και μετάξι. Επίσης, χάρη στο πλούτο της μονής, οι μοναχοί έτρωγαν πλουσιοπάροχα, και έπιναν κρασί από τους αμπελώνες τους· κρασί Βουργουνδίας που θεωρείται από τα καλύτερα στο κόσμο.
Οι τρεις εκκλησίες του Κλυνύ κατασκευάστηκαν μέσα στο διάστημα 10-12ου αιώνα. Ονομάστηκαν με λατινικούς αριθμούς και αναφέρονται σαν Κλυνύ Ι, ΙΙ και ΙΙΙ. Η Τρίτη και τελική εκκλησία, τελείωσε το 1130 και ήταν η μεγαλύτερη εκκλησία μέχρι τον 16ο αιώνα που κατασκευάστηκε η Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη. Είχε πτέρυγα ναού μήκους 183μ. και πλάτους 90μ.
Σύμφωνα με το ιδρυτικό καταστατικό του Γουλιέλμου Α' έπρεπε να χτιστεί ένα μοναστήρι αφιερωμένο στους αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Οι μοναχοί του έπρεπε να καταβάλουν το συμβολικό ποσό των δέκα σελινίων κάθε 5 χρόνια στο τάφο των αποστόλων στη Ρώμη (limina apostolorum) και θα είχαν τη προστασία τους (tuitio), καθώς και τη προστασία του Πάπα της Ρώμης (defensio). Δεν υποτάσσονται σε καμία επίγεια δύναμη και κανένας, συμπεριλαμβανομένου του Πάπα, δε μπορεί να εισβάλει στην ιδιοκτησία τους και να τους επιβληθεί ενάντια στη θέλησή τους.
Λείψανα των αποστόλων μεταφέρθηκαν στο Κλυνύ. Υπάρχουν αναφορές, από τον 11ο αι., πως λείψανα του Αγίου Πέτρου, του Αποστόλου, μαζί με άλλα, είναι κλεισμένα σε ένα άγαλμα του Αγίου Πέτρου στο Κλυνύ.
Οι μοναχοί το μεσαίωνα ήταν συνηθισμένο να χρησιμοποιούν νοηματική γλώσσα. Στα Βενεδικτινά μοναστήρια, οπού επιβαλλόταν ησυχία σε κάποιες περιοχές της μονής και ορισμένες ώρες, είχε αναπτυχθεί νοηματική γλώσσα για την επικοινωνία. Το Αββαείο του Κλυνύ είχε αναπτύξει ξεχωριστή δική του διάλεκτο και λέγεται ότι μπορούσαν να γίνονται ολόκληρες συζητήσεις. Υπάρχει μια λίστα που περιλαμβάνει 118 νοηματιστές, αλλά πιστεύεται πως αυτοί αντιπροσωπεύουν μόνο το σκελετό της διαλέκτου.
Στοιχεία της πρώιμης κλουνιακής νοηματικής διαλέκτου μπορούν να βρεθούν στη χειρονομιακή επικοινωνία που χρησιμοποιούν οι Κιστερκιανοί σήμερα.
Από το 12ο αιώνα το Κλυνύ άρχισε να έχει σοβαρά οικονομικά προβλήματα που οφείλονταν κυρίως στη κατασκευή της τρίτης εκκλησίας του, που άρχισε το 1088. Τις δαπάνες αύξαναν οι φιλανθρωπίες προς τους φτωχούς. Η επιρροή στα θρησκευτικά θέματα άρχισε να χάνεται καθώς άρχισαν να εγείρονται άλλα θρησκευτικά τάγματα, όπως οι Κιστερκιανοί και τα επαιτικά τάγματα.
Η κακή διαχείριση των εδαφών τους και η απροθυμία των υφιστάμενων μονών να πληρώνουν το ετήσιο φόρο, που τους επιβαλλόταν, οδήγησαν σε πτώση των εσόδων. Επίσης, χάρη εκδοθέντα δάνεια κατέληξαν να χρωστάνε στους πιστωτές τους που ήταν έμποροι του Κλυνύ ή Εβραίοι από το Μακόν. Κατά τον 14ο αι. ο Πάπας άρχισε να διορίζει τους Ηγουμένους.
Μαζί με την παρακμή άρχισαν να ελαττώνονται και οι μοναχοί της μονής και τον 15ο αιώνα έφτασαν στους 60. Η ζωή του μοναχού παρέμεινε πλούσια, παρόλα αυτά. Το 1516 με το σύμφωνο της Μπολόνια ο βασιλιάς είχε τη δυνατότητα να διορίσει Ηγουμένους.
Κατά τη Γαλλική Επανάσταση πολλά μοναστήρια και εκκλησίες καταστράφηκαν και το 1793 τα αρχεία και οι εκκλησίες του Κλυνύ λεηλατήθηκαν. Πέντε χρόνια μετά, το 1798, το αββαείο πουλήθηκε για 2.140.000 φράγκα. Μέχρι και το 1813 το αββαείο χρησιμοποιήθηκε σαν λατομείο, για τη κατασκευή σπιτιών στη πόλη.
Το 1810 ανατινάχτηκε η πύλη του Κλυνύ ΙΙΙ και πολλά κομμάτια της έχουν χαθεί, κάτι που καθιστά δύσκολη την ανασκευή της.
Σήμερα παραμένει από τη Κλυνύ ΙΙΙ το νοτιότερο μέρος της, με δύο πτέρυγες και ένα καμπαναριό και κάποια κτήρια.
Τρεις από τους ηγουμένους του Κλυνύ αγιοποιήθηκαν:
Στην αγγλική