Η πόλη της Αντιοχείας -Ίππου (ή Αντιόχεια της Δεκάπολης), βρίσκεται στην Παλαιστίνη, με θέα την θάλασσα της Γαλιλαίας, σε μικρή απόσταση από το όρος του Ίππου. Εκτός από την καλή της οχύρωση, η Αντιόχεια διέθετε και μια μικρή λιμενική εγκατάσταση στην θάλασσα της Γαλιλαίας, ενώ περιβάλλεται γύρω από ύπαιθρο. Είχε στενές πολιτισμικές επαφές με την Ελλάδα, την Μέση Ανατολή και την Ρώμη και αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της Δεκαπόλεως. Η ονομασία Ίππος δόθηκε από τους Έλληνες αποίκους του 200 π.Χ., διότι το οροπέδιο θυμίζει αόριστα λαιμό και κεφάλι αλόγου. Έτσι οι Αραμαίοι την ονόμασαν Sussita που σημαίνει άλογο στην διάλεκτό τους και οι Ρωμαίοι το εκλατίνισαν σε Antiochia ad Hippum. Σήμερα οι Άραβες αποκαλούν την πόλη Qal'at el-Husn (φρούριο των αλόγων) και Sousieh (=Ίππος).
Η Αντιόχεια -Ίππος κτίστηκε πάνω σε έναν επίπεδο πρόποδα του οροπεδίου του Γκολάν 350 μέτρα πάνω από την θάλασσα και 2 χιλιόμετρα ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας, κοντά στο σύγχρονο Kibbutz Ein GeV. Τα ερείπια ανήκουν από το 1949 σε ισραηλινό έδαφος, όταν τα Ηνωμένα Έθνη καθόρισαν τα σύνορα Ισραήλ -Συρίας. Το οροπέδιο του Γκολάν ανήκει στο Ισραήλ από το 1967 και η πόλη της Αντιόχειας βρίσκεται σε αποστρατικοποιημένη ζώνη μεταξύ Γκολάν και Ισραήλ. Μολονότι το όρος Ίππος κατακτήθηκε πριν από τους Ελληνιστικούς χρόνους, ωστόσο εγκαταστάθηκαν εκεί Έλληνες άποικοι στα μέσα του 200 π.Χ. Την περίοδο εκείνη η περιοχή της Κοίλης Συρίας αποτελούσε "μήλον της έριδος" μεταξύ του βασιλιά της Συρίας Αντιόχου Γ΄ και του Πτολεμαίου Ε΄ της Αιγύπτου. Δεν αποκλείεται την πόλη να την ίδρυσε ο Αντίοχος Γ΄ μετά την νίκη του επί των Πτολεμαίων στην τοποθεσία Πάνιον το 200 π.Χ.
Από την στιγμή μάλιστα που η Σελευκιδική κατοχή επεκτάθηκε στην Κοίλη Συρία, η Αντιόχεια -Ίππος εξελίχθηκε σε μια ανεξάρτητη πόλη-κράτος και έλεγχε την γύρω περιοχή, την Ιππηνή. Ένας ναός, μια κεντρική αγορά και δημόσια κτήρια στόλιζαν την ελληνιστική πόλη. Επειδή η διαθεσιμότητα του ύδατος ήταν περιορισμένη, οι Αντιοχείς βασίζονταν σε δεξαμενές βροχής για την ύδρευση του μεγάλου της πληθυσμού.
Στην περίοδο 83- 80 π.Χ. Αλέξανδρος Ιανναίος οδήγησε την δυναστεία των Ασμοναίων για την κατάκτηση της Ίππου και οι κάτοικοι (σύμφωνα με τον Φλάβιο Ιώσηπο) προσηλυτίστηκαν στον Ιουδαϊσμό και τους επεβλήθη η περιτομή.
Το 63 π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Πομπήιος κατέκτησε την Κοίλη Συρία και την Ιουδαία, καταλύοντας την δυναστεία των Ασμοναίων. Σε δέκα ελληνιστικές πόλεις έδωσε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, συνασπίζοντάς τες στην γνωστή Δεκάπολη. Μέσα στην ομοσπονδία αυτή ανήκε και η Ίππος που έκοψε τα αυτόνομά της νομίσματα με την εικόνα ενός αλόγου.
Η Αντιόχεια δόθηκε στην επικράτεια του Ηρώδου του Μεγάλου το 37 π.Χ. και στην ρωμαϊκή επαρχία της Συρίας το 4 π.Χ. Κατά τον Φλάβιο Ιώσηπο η ειδωλολατρική πόλη ήταν ορκισμένη εχθρός της νεόκτιστης ιουδαιορωμαϊκής Τιβεριάδος (κοντά στα ερείπια της ελληνιστικής Φιλωτερίας). Στην Καινή Διαθήκη στην επί του Όρους Ομιλία του Ιησού Χριστού, πιστεύεται ότι οι παρομοιώσεις που ο Ίδιος είπε (όπως άλας και πόλη που κείται σε λόφο που δεν μπορεί να κρυφτεί), τις έλαβε αφορμή από την εν λόγω ελληνιστική πόλη. Επιπλέον τα θαύματά Του που αναφέρονται στο Κατά Μάρκον 5 και στο Κατά Λουκάν 8 δεν αποκλείεται να σχετίζονται με την Ίππο.
Ένα τμήμα του πληθυσμού της Αντιόχειας ήταν Ιουδαίοι, οι οποίοι στην μεγάλη εβραϊκή εξέγερση του 66 -70 μ.Χ. εξεδιώχθησαν από την πόλη. Άλλοι Ιουδαίοι από την πόλη συμμετείχαν σε επιδρομές στα Μάγδαλα και αλλού. Τουλάχιστον μια φορά η Αντιόχεια έπεσε από ληστρική επιδρομή.
Στην συνέχεια οι Ρωμαίοι κατέστειλαν την επανάσταση του Bar Kokhba και δημιούργησαν την επαρχία της Παλαιστίνης το 135 μ.Χ., στην οποία ανήκε και η Αντιόχεια. Ήταν η απαρχή μιας μεγάλης ευημερίας της πόλεως. Ξανακτίστηκε πάνω σε ένα δίκτυο που επικεντρωνόταν σε μια μακριά ρωμαϊκή οδό τύπου Decumanus Maximus, με κατεύθυνση από ανατολών προς δυσμάς, μέσα από την πόλη. Κατά μήκος των οδών είχαν τοποθετηθεί κίονες από κόκκινους γρανίτες που είχαν εισαχθεί από την Αίγυπτο. Πέρα από αυτά προσετέθη βωμός στον εκάστοτε αυτοκράτορα, νέα τείχη και θέατρο. Η πιο σημαντική βελτίωση ήταν το υδραγωγείο που προμήθευε νερό την πόλη από τις πηγές του Γκολάν, 50 χιλιόμετρα μακριά. Το νερό συσσωρευόταν σε μια μεγάλη θολωτή στέρνα που ύδρευε όλον τον πληθυσμό της Αντιόχειας.
Τα νομίσματά της ανάγονται στην εποχή των Αυτοκρατόρων Νέρωνα μέχρι και την εποχή του Κομμόδου και συνήθως φέρουν την επιγραφή ΑΝΤΙΟΧΕΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΣ ΙΠΠΩ και ενίοτε τη προσθήκη ΤΗΣ ΙΕΡ. Κ. ΑΣΥΛΟΥ. Η χρονολογία των νομισμάτων είναι κατά το Πομπηϊανό σύστημα δηλαδή με αρχή το έτος 64 π.Χ. Απεικονίζουν κυρίως τη Τύχη να κρατά ίππο (σε συμβολισμό του όρους) ή τη Τύχη καθισμένη πάνω στο όρος του Ίππου.
Με τον κρατικό και διοικητικό ανασχηματισμό στα χρόνια του Διοκλητιανού, η Ίππος θα υπαγόταν στο εξής στην επαρχία Δευτέρα Παλαιστίνη (Palaestina Secunda) που περιελάμβανε την Γαλιλαία και το Γκολάν. Με το που έγινε ο Χριστιανισμός η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες έστελναν επιδοτήσεις σε μοναστήρια και εκκλησίες, ενώ οι Χριστιανοί προσκυνητές έφερναν περισσότερα έσοδα. Έτσι δημιουργήθηκε μια βιομηχανία ειδών πολυτελείας που έγινε διαθέσιμη στο ευρύ κοινό.
Ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε αργά στην πόλη της Ίππου, τουλάχιστον μετά το 300 μ.Χ. Μάλιστα ένας ειδωλολατρικός τάφος της βυζαντινής περιόδου που ανήκε σε κάποιον Ερμή, βρέθηκε έξω από τα τείχη της πόλης και αποδεικνύει την καθυστερημένη παρουσία της πολυθεΐας. Τελικά η πόλη σταδιακά εκχριστιανίστηκε ώστε κατέστη έδρα κάποιου επισκόπου Πέτρου το 359 μ.Χ. Το πρόσωπο αυτό αναφέρεται στα εκκλησιαστικά συμβούλια του 359 και του 362 μ.Χ.
Στα 641 μ.Χ. η Αντιόχεια -Ίππος έπεσε στα χέρια των Μουσουλμάνων κατακτητών, οι οποίοι επέτρεψαν στους πολίτες να πιστεύουν στον Χριστό. Από την περίοδο όμως αυτή τόσο η οικονομία, όσο και η πόλη βρέθηκαν σε παρακμή. Ένας σεισμός του 749 ισοπέδωσε την πόλη και οι κάτοικοι την εγκατέλειψαν οριστικά.